Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Πῶς προσεγγίζουμε τούς ἁγίους;

Γέρων Ελισσαίος Σιμωνοπετρίτης - Φίλοι

Ἐλισσαῖος Σιμωνοπετρίτης
Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας, Ἁγ. Ὄρους

Ἕνας πολύσοφος σύγχρονος ἱεράρχης εἶπε τόν ἑξῆς λόγο: «Εἶναι μεγάλος ἄθλος νά βρίσκεσαι καί νά ζῆς κοντά σέ ἕνα Ἅγιο. Ἀπαιτεῖ μεγάλη ταπείνωσι καί θέλει ἄκρα προσοχή». 

Τόν δικαιολογῶ ἀπολύτως καί συμφωνῶ μαζί του. Γιά ποιό λόγο; Ὁ Ἅγιος βρίσκεται σέ θέσι ὑπεροχῆς ἔναντι τοῦ εἰσέτι ἀγωνιζομένου νά ἐγγίση τά κράσπεδα τοῦ Θεοῦ. Ἔχοντας ἤδη ἀποκτήσει τόν νοῦν Χριστοῦ καί ἀγόμενος ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φαίνεται πολλές φορές ἀκατανόητος γιά τό πῶς σκέπτεται καί τό πῶς ἐνεργεῖ. Φυσικά δέν εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό τά συγγνωστά πάθη, τῆς ἀνάγκης τοῦ ὕπνου, τοῦ φαγητοῦ, τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν. Οὔτε πάλι στολίζεται μέ ὅλα μαζί τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κατά τήν χωρητικότητα τῆς ἰδιοπροσωπίας του δέχθηκε καί τό πλήρωμα τῶν εἰδικῶν χαρισμάτων, ὅπως ἀναλύει σέ βάθος καί μέ ὀξυδέρκεια ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Ὅμως, καί στό πεδίο τῶν φυσικῶν καί συγγνωστῶν παθῶν διαφέρει ὁ Ἅγιος ἀπό τόν μή ἅγιο στήν ἀντιμετώπισί τους, πού εἶναι πάντα σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργεῖται στό ἐπίπεδό του Πνεύματος.

Μέ τήν προυπόθεσι αὐτή, ὅποιος βρίσκεται κοντά ἤ πλησιάζει ἕνα Ἅγιο, γιά νά μή σκανδαλισθῆ ἀπό τήν ἐν γένει βιοτή του, πρέπει νά εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό κάθε εἶδος ὑπερηφάνειας καί ἀνθρωπαρέσκειας. Νομίζω ὅτι πάμπολλες φορές πλησιάζομε χαρισματούχους ἀνθρώπους ἤ γιά νά ἔχωμε κάποια ἐπίφασι νομιζόμενης αὐτοαγιότητος κατά ἐκπομπή ἤ γιά νά καυχώμαστε πώς ἐμεῖς ἀξιωθήκαμε καί εἴχαμε συζητήσεις καί ἐμπειρίες μαζί του, ἤ ὅτι μέ τήν μία αὐτή ἐπίσκεψι πήραμε ἀπό τήν χάρι του καί αὐτομάτως γίναμε καί πνευματικοπαίδιά του, κρύβοντας ἔτσι πολύ τεχνικά αἰσθήματα κρυφῆς μειονεξίας, ὕπουλης ζηλοφθονίας ἤ καί παιδικῆς ἀνοησίας μας… Λησμονοῦμε τό «εἰ ἦτε τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, ἐποιεῖτε ἄν τά ἔργα τοῦ Ἀβραάμ»… Δηλαδή, δέν γινόμαστε ἅγιοι ἐξ ἐπαφῆς, οὔτε αὐτοστιγμιαίως.

Ὅταν, λοιπόν, προσεγγίζωμε ἕνα Ἅγιο μέ πνεῦμα ταπεινῆς μαθητείας, παρέχομε στόν ἑαυτό μας τήν ἀρίστη εὐκαιρία νά μετατεθοῦμε στόν ἄλλο ἀέρα, τόν τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ὑπό τοῦ ὁποίου ὁ Ἅγιος ἄγεται καί φέρεται καί ὡς ἐκ τούτου οἰονεὶ ἀποτελεῖ ἔμπνουν καί ζῶν Εὐαγγέλιον. Βλέποντας ἔτσι καί συγκρίνοντας τό ἰδικό του ὕψος καί τήν ἰδική μας πνευματική πτωχεία, θά ταπεινωθοῦμε περισσότερο καί θά ἀνοίξωμε τήν καρδιά μας νά δεχθῆ τόν ἀναπαυόμενον ἐν τοῖς ταπεινοῖς τήν καρδίαν, προφυλάσσοντάς μας ἀπό τήν πιό ἐπικίνδυνη μορφή πνευματικοῦ πολέμου, τήν αὐτάρκεια καί τήν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας, τήν κενοδοξία.

Ἐξ ἄλλου, ὅταν πλησιάσωμε τήν ἁγία μορφή μέ πνεῦμα πνευματικῆς αὐτοδικαιώσεως καί περιέργειας ἤ καί ἐν μέρει αἰσθήσεως πληρότητος πνευματικῆς, κινδυνεύομε νά πέσωμε στήν παγίδα τῆς ἀπορρίψεώς του, ὅταν αὐτά πού τυχόν θά μᾶς πῆ καί συμβουλεύση ἔρχονται σέ ἀντίθεσι μέ τήν ἰδεατή εἰκόνα πού μόνοι μας ζωγραφίσαμε γιά τόν ἑαυτό μας. Κατεβάζοντας τόν Ἅγιο στά δικά μας μέτρα καί κρίνοντάς τον μέ κριτήρια χαμηλῆς πνευματικότητος ἤ καί κοσμικότητος ἀκόμη, εἶναι ἀπόλυτα σίγουρο ὅτι θά στρέψωμε περιφρονητικά τά νῶτα μας, μή μπορώντας νά προσοικειωθοῦμε τήν σκληρότητα τῶν λόγων του, πού εἶναι ὡστόσο κριτικοί τῶν ἐσωτάτων ἐννοιῶν καί ἐνθυμήσεών μας.

Μέ τό πρίσμα αὐτό μποροῦμε νά ἐξετάσωμε καί τήν στάσι μας ἔναντι στήν ἀνάγνωσι τῶν Βίων τῶν Ἁγίων. Τά μέν ὑπερφυσικά γεγονότα ταπεινώνουν τόν ταπεινό περισσότερο, τόν δέ ὑπερήφανο οἰηματία τόν κάνουν νά τά θεώρηση ἤ ἀδύνατα νά πραγματοποιηθοῦν ἤ νά τούς ἀποδώση τήν μομφή τῶν μυθικῶν διηγημάτων, χρησίμων μόνον γιά ἀνθρώπους μέ μειωμένη πνευματική ἀντίληψι καί ἱκανότητα… Δίκοπο μαχαίρι!

Ζώντας στό Ἅγιον Ὅρος πάνω ἀπό τρεῖς δεκαετίες, καί καταργώντας τόν τόπο μέ τόν τρόπο μου, ἔχω διαπιστώσει ἀρκετές φορές τήν διάθεσι τῶν ἐπισκεπτῶν ἤ προσκυνητῶν νά συναντήσουν μιὰ φωτισμένη μορφή ἀποβλέποντας ὡστόσο νά συναντήσουν ἕνα μάγο ἤ ἔστω ἕνα θαυματουργό ἤ διορατικό καί προορατικό, περιορίζοντας ἤ μᾶλλον ὑποτιμώντας καί ἀχρειώνοντας ἔτσι πολύ τό πεδίο τῆς ἐν Χριστῷ ἁγιότητος. Δέν φαίνεται μέ τήν ἔρευνα καί σχέσι αὐτή νά ἐπιδιώκωμε τόσο τήν κάθαρσι τῶν παθῶν μας καί τόν ἁγιασμό «οὗ χωρίς οὐδείς δέεται τόν Κύριο», ὅσο τό νά χορτάσωμε τήν ἐγωϊστική περιέργειά μας, πού ἄν δέν τό πετύχωμε, ἀρχιζομαι νά ἀμφιβάλλωμε γιά τήν δυνατότητα ὑπάρξεως σήμερα Ἁγίων καί μπορεῖ νά καταλήξωμε στήν βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἰσχυριζόμενοι ὅτι χάθηκαν σήμερα οἱ Ἅγιοι, λές καί ἡ ἁγιότητα «βγαίνει στό παζάρι», κατά ἔκφρασι ἁγιορείτικη ἤ «κτυπᾶ κουδούνια».

Ὁ μακαρίτης παπα-Ἐφραίμ Κατουνακιώτης ἔλεγε «Ἀλλοίμονο στόν ἅγιο πού βγῆκε ἡ φήμη του μέχρι τήν Ἀθήνα» ἤ «μέ τήν κατάρα τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τοῦ διαβόλου διαδόθηκε ὅτι εἶμαι ἅγιος»…

Τελευταία φορά πού ἐπισκεφθήκαμε τόν μακαριστό γέροντα Παΐσιο, πρίν βγῆ ἀπό τό Ὄρος γιά τό νοσοκομεῖο, τόν βρήκαμε πολύ ἁρπαγμένο.
«Γιατί, γέροντα, εἶσθε ἔτσι;», τόν ρώτησα.
«Τὶ νά μήν εἶμαι, εὐλογημένη ψυχή, ἐκεῖ πέρα, ἄς ὑποθέοωμε νά ποῦμε; Τρελλάθηκε ὁ κόσμος! Ἅγιο μέ ἀνεβάζουν, ἅγιο μέ κατεβάζουν. Ἐμένα καί τόν παπα-Ἐφραίμ στά Κατουνάκια. Ὁ παπα-Ἐφραίμ εἶναι ἅγιος μεγάλος μάλιστα. Ἐγώ τί παλαιοσκουριασμένος τενεκές, νά ποῦμε εἶμαι, νά μέ ἐλεήση ὁ Θεός… Ξέρετε, αὐτή τήν στιγμή στό Ἅγιον Ὄρος ζοῦνε πενήντα ἅγιοι καί μεγάλοι ἅγιοι. Ἀλλά εἶναι ἔξυπνοι, ὄχι σάν καί μένα τόν βλάκα πού βγῆκε τό ὄνομά μου καί βλέπετε τί τραβάω καθημερινά» (περίμεναν στίς καστανιές νά τόν συναντήσουν ἀρκετές δεκάδες ἐπισκέπτες). «Παρακαλοῦν, λοιπόν, τόν Χριστό μας καί τοῦ λένε: Μή μᾶς δοξάσης ἐδῶ κάτω, κράτα τό στεφάνι γιά τήν ἄλλη ζωή. Καί ὁ φιλοτεκνος Πατέρας, νά ποῦμε, ἀκούει τά φιλότιμα παιδιά Του καί τούς κάνει τήν χάρι. Ξέρετε, ὅμως; Ἐμεῖς ἐδῶ ἀπό τήν ἀνατολική πλευρά τοῦ Ὄρους ἔχομε ὑγρασία καί δέν εὐδοκιμεῖ ἡ ἁγιότητα τόσο καλά. Γι’ αὐτό ἔχομε μόνο δεκατέσσαρες. Ἐσεῖς ἀπό τήν ἄλλη μεριά πού σᾶς βλέπει περισσότερο ὁ ἥλιος ἔχετε τριανταέξι»…

Τά λόγια αὐτά τοῦ πολυπονεμένου καί πολυχαρισματούχου ὁσίου τῶν ἡμερῶν μας κατ’ ἐπανάληψιν τά βεβαιώθηκα ἐμπειρικά, συναντώντας χωρίς προγραμματισμό καί εἰδική ἔρευνα ἁγίους καί μάλιστα μεγάλων πνευματικῶν μέτρων. Βρίσκονται καί στά Κοινόβια, βρίσκονται καί στήν Ἔρημο. Ποικιλία μορφῶν καί χαρισμάτων! Τό μεγάλο τους καί κοινό μυστικό εἶναι αὐτή ἡ ἐπίμονα ἐπιδιωκόμενη κρυφιότης ἀπό ἐκείνη τήν ἐμπορική αἴσθησι τῆς ἁγιότητος πού ἔχομε οἱ πολλοί, ἀλλά καί ἡ βαθύτατη ταπείνωσις καί ἡ χειρότερη εἰκόνα πού ἔχουν γιά τόν ἑαυτό τους – τό ἑλκτικό ἄλλωστε σημεῖο τῆς ἁγιαστικῆς Χάριτος τοῦ Κυρίου.

Τόν Λώτ δέν τόν πείραξε ὁ ἀσφυκτικός σοδομιτικός περίγυρος νά διακριθῆ στήν τήρησι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Οὔτε τόν Μωϋσῆ ἐπηρέασε ἡ φαραωνιτική καί εἰδωλομανοῦσα Αἴγυπτος. Τί, ὅμως, ὠφέλησε τόν Γιεζή ποὺ ζοῦσε κοντά στόν προφήτη Ἐλισαῖο ἤ τούς υἱούς Ἠλεὶ ποὺ «ἤσθιον ἐκ τῶν θυσιῶν τοῦ ἱεροῦ»; Ἀκόμη, σέ ποιό σημεῖο βλέπομε νά ὠφελήθηκε ἀπό τήν τριετῆ συμβίωσί του μέ τήν περί τόν Κύριο δωδεκάριθμη ἀποστολική χορεία ὁ ἄθλιος Ἰούδας; Ἄλλωστε τοῦ τά ψάλλομε κάθε Μεγάλη Παρασκευή, χωρίς ὡστόσο νά αἰσθανώμαστε ὅτι πολλές φορές βρισκόμαστε σέ παράλληλη μέ αὐτόν πορεία ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. 

Καλό εἶναι νά συναντοῦμε Ἁγίους, δύσκολο ὅμως νά τούς προσεγγίζωμε ὅπως ἁρμόζει. Ἡ τάσις τῆς «γεροντολαγνείας», ὅπως ὀvoμάζεται ἀπό συγχρόvoυς μας ἐκκλησιαστικούς παράγοντες, δηλαδή τό νά γυρίζωμε ὅλη τήν οἰκουμένη καί νά ψάχνωμε γιά διορατικούς καί φωτισμένους Ἁγίους, παίρνοντας ἀπό ὅλους συμβουλές καί μή ἐφαρμόζοντας καμμία ἀπ’ αὐτές, εἶναι καί πρόβλημα σοβαρό, εἶναι καί ἀφορμή κάποιας μορφῆς αἰσιοδοξίας. Πρόβλημα παραμένει, ἄν περιθριγκωθῆ ἀπό αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἀναζήτησι φτωχῆς καί μή ἰάσιμης ἀνθρωποπαθοῦς θαυματουργίας, στά ἴδια μέτρα τῶν πολυπληθῶν ἀπατεώνων μάγων καί τῶν γιόγκι. Ἀφορμή χαρᾶς καί ἐλπίδος, γιατί φαίνεται μία ἀκτίνα ἀναζητήσεως τοῦ τελείου προτύπου στήν πορεία τῆς ζωῆς μας, ὁπότε καί ὁ ὅρος «γεροντολαγνεία» χάνει ἀμέσως τό περιεχόμενό του, ἀφοῦ ἐμπίπτομε στά κανονικά καί παραδοσιακά ὅρια τῆς ἀπαραίτητης προσωπικῆς μας σχέσεως μέ ἕνα πεπειραμένο καί φωτισμένο πνευματικό ὁδηγό, ἀπ’ τόν ὁποῖο πλησιάζοντας τόν προσδοκοῦμε βοήθεια γιά νά ξεπλύνωμε τόν ἐρρυπωμένο χιτώνα τῆς ταλαίπωρης ψυχῆς μας καί νά βιώσωμε ὀρθόδοξα καί ταπεινά τό μυστήριο τῆς πνευματικῆς σχέσεως τοῦ διδύμου Γέροντας-ὑποτακτικός.

Στό σημεῖο πάλι αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο νά κάνωμε κάποια μικρή παρατήρησι. Στήν προσπάθειά μας νά βροῦμε «ἅγιο» πνευματικό καθοδηγητή, ἄν τά πνευματικά αἰσθητήριά μας εἶναι εἰσέτι ἀγύμναστα, μπορεῖ ἀντί ποιμένος νά βρεθῆ ξαφνικά μπροστά μας λύκος, ὁπότε σέ συνδυασμό μέ μία διαστρεβλωμένου τύπου ὑπακοή πού ἐγγίζει τά ὅρια ἀπό μέν τήν θέσι τοῦ «ἁγίου» πνευματικοῦ της ψυχαναγκαστικῆς καταδυναστεύσεως τῆς προσωπικότητος τοῦ πιστοῦ, ἀπό δέ τήν θέσι τοῦ ἀναζητοῦντος τήν ἐπίμονη αἴσθησι ἀπολύτου παραιτήσεως ἀπό κάθε ἀνάληψι προσωπικῆς του εὐθύνης γιά τήν περαιτέρω πνευματική του πορεία καί τελεία ἐγκατάλειψι στήν βούλησι τοῦ πνευματικοῦ, τότε τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς προσεγγίσεώς του μέ μακροχρόνιες καί πολλές ἐλπίδες εὑρεθέντος «ἁγίου Γέροντος» θά εἶναι καταστρεπτικές γιά τήν προσωπικότητα τοῦ ὑποτακτικοῦ. Καί ἔχομε πάμπολλα τέτοια παραδείγματα. Δυστυχῶς…

Ἐπίσης πρέπει νά γίνη σαφής διάκρισις μεταξύ τῶν ὅρων «ὑπακοή» καί «συμβουλευτική γνώμη». Διότι ἡ μέν ὑπακοή, πού κατά κόρον ζητοῦν οἱ ἐν τῷ κόσμῳ πνευματικοί ἀπό τούς κοσμικούς πιστούς, εἶναι καθαρά μοναχική ἀρετή, πού δίνεται αὐτοθέλητα ὡς ὑπόσχεσις ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων κατά τήν διάρκεια τῆς μοναχικῆς κουρᾶς καί ὀφείλεται ἰσοβίως πρός τόν συγκεκριμένο Γέροντα τοῦ μοναχοῦ, ἡ δέ συμβουλευτική γνώμη πού δίνει ὁ κάθε μή μοναχός πνευματικός σέ κοσμικούς πιστούς, δέν ἐνέχει τό στοιχεῖο τῆς ὑποχρεωτικῆς τηρήσεως τῆς συμβουλῆς, ἄσχετα ἄν εἶναι ἡ σωστή ἤ ὄχι καί ὡς ἐκ τούτου ἔχει τελείως διαφορετικό χαρακτήρα καί περιεχόμενο.

Στό σημεῖο αὐτό μπλέκονται ἐπικίνδυνα στίς μέρες μας οἱ δύο ὅροι καί ἔχομε περιπτώσεις καί νεαρῶν ἐγγάμων διακόνων ἀκόμη πού ἀναλαμβάνουν ἀνεύθυνα ρόλο μεγάλου γέροντος καί δή καί ἡλικιωμένων ἀνθρώπων μέ συμπεριφορά ἀπαράδεκτης καταδυνάστευσης τοῦ προσώπου. Μάλιστα ἡ τεκμηρίωσις τοῦ «γεροντικοῦ» αὐτοῦ ρόλου βρίσκει εὔκολα ὑλικό στά πνευματικά βιβλία, πού ἡ μελέτη καί ἡ κατανόησή τους ἀπαιτοῦν ὡστόσο κάποιες βασικές γνωστικές προϋποθέσεις καὶ ἀφοροῦν μόνο καί μόνο Μοναχούς πού ὑποσχέθηκαν ἰσόβια ὑπακοή -ὄχι ὑποταγή. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι νά δημιουργῆται μία κατάσταση μπερδεμένη καί οἱ ἄνθρωποι νά ζοῦν μέ μία παράξενη καί ἰδιότυπη πνευματικότητα, φορτωμένοι πέρα ἀπό τά προσωπικά τους προβλήματα κά μέ τίς ἀντιευαγγελικές καί ἐνίοτε καί σχιζοφρενικές ἐντολές τῶν «φωτισμένων γερόντων», στίς ὁποῖες ἐνίοτε εὔκολα διακρίνεται τό ψυχολογικό φαινόμενο τῆς μεταβίβασης. Ὅσα ἐμεῖς δέν τά κάνομε ἀπό ἀνικανότητα ἤ ἀπό αἴσθησι πνευματικῆς μεγαλειότητος, τά ἀπαιτοῦμε ἀπό τούς δυστυχεῖς «ὑποτακτικούς» μας. Καί ὅταν φθάνουν κάποτε συντετριμμένοι καί ἀπελπισμένοι σέ κάποιον νορμάλ πνευματικό, ἄν ποτέ προλάβουν νά φθάσουν, δέν ἔχουν τήν παραμικρή δύναμι ἐπανορθώσεως τῶν ὅσων γκρεμίστηκαν ἅπαξ διαπαντός καί τελεσιδίκως μέσα τους…

Στοιχεῖο ἐπικίνδυνο γιά τήν δημιουργία ἀγαθῶν σχέσεων μέ ἅγιο πρόσωπο εἶναι καί ἡ προσπάθεια μιμήσεως ἐξωτερικῶν χαρακτηριστικῶν του, ὅπως τό ντύσιμο, ἡ ὁμιλία, τό ψάλσιμο, ἡ ἄσκησις. Ἡ προσπάθεια αὐτή, ὅσο καί ἄν φαντάζη φυσιολογική, ἐνέχει μεγάλο κίνδυνο ἀπολυτοποιήσεως αὐτῶν τῶν ἐξωτερικῶν στοιχείων, πού ὡστόσο δέν ἀποτελοῦν ἀναγκαστικά μέσα ἐλεύσεως στήν καρδιά τοῦ μιμούμενου τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου πού θέλει νά μιμῆται. Ἄλλωστε δέν εἴμαστε ὅλοι γιά ὅλα, οὔτε ἔχομε κοινές τίς φυσικές καί πνευματικές δυνατότητες προσλήψεως τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ, πού μέ κανένα τρόπο δέν ἐξαναγκάζεται νά μᾶς ἀναδείξη ἁγίους μέ τήν υἱοθέτησι ξηρῶν τύπων, ἔστω καί αὐτῶν μέ τούς ὁποίους ἐκφράζονται οἱ Ἅγιοι. Ἐξ ἄλλου ἄλλο ἡ μοναχική ζωή, ἄλλο ἡ ἐν τῷ κόσμῳ πορεία.

Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Κοζάνης εἶπε κάτι πολύ σοφό: «Τά τῶν ἁγίων εἶναι ὅλα θαυμαστά καί ἀξιέπαινα, ὄχι ὅμως καί ἀξιομίμητα»! Ρῆσις πατερική, ἀφοῦ μελετώντας τά Συναξάρια διαπιστώνομε πόσο διαφορετικοί χαρακτῆρες εἶναι ὁ κάθε Ἅγιος ἀπό τόν ὁποιοδήποτε ἄλλο, κατά τό παύλειο «ἀστήρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ». Καί ὅμως, ὅλοι εἶναι ἅγιοι. Καί οἱ Μάρτυρες καί οἱ ἀσκητές. Καί οἱ ποιμένες στόν κόσμο καί οἱ στυλίτες τῆς ἐρήμου. Καί οἱ κοινοβιάτες καί οἱ σπηλαιῶτες. Καί οἱ ἄγαμοι καί οἱ ἔγγαμοι. Καί οἱ ἀπό κοιλίας μητρός ἡγιασμένοι καί οἱ ἐν ἐσχάτῃ ὥρᾳ μετανοήσαντες. Ὁ Φιλάνθρωπος Κύριος ὅλους μᾶς ἀγκαλιάζει καί μᾶς ἀποδέχεται, ἐξαγιάζοντας τά προσωπικά μας στοιχεῖα πού ἀπαρτίζουν τήν ἰδική μας καί μοναδική ἰδιοπροσωπία. Δέν μᾶς μεταποιεῖ σέ ἄβουλα ὄργανα.

Δέν νομίζομε πώς τό θέμα τῆς προσεγγίσεως τῶν Ἁγίων τελειώνει ἐδῶ. Ἄλλωστε, διαβάζοντας τούς Βίους τῶν Ἁγίων, πού εἶναι ἕνας ἄλλος τρόπος προσεγγίσεως τοῦ στοιχείου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἁγιότητος, μή ἐμποδιζόμενης ἀπό τοπικά ἤ χρονικά ἐμπόδια, κάθε φορὰ μπορεῖ νά ἐπισημάνωμε κάτι τό διαφορετικό, πού μέχρι τότε δέν τό εἴχαμε προσέξει· καί μιὰ ἀσήμαντη φαινομενικά λεπτομέρεια τοῦ βίου μπορεῖ νά γίνη ἀφορμή συγκλονιστικῆς ἐπαναδιαχαράξεως τῆς πνευματικῆς μας πορείας καί ἀξιολογήσεως τῶν στόχων μας.

Γιά νά ἐπανέλθωμε στόν ἀρχικό ἀφορισμό, εἶναι ἀπολύτως ἀληθές ὅτι χρειάζεται πολλή ταπείνωσις. ἀλλά καί εἰδικός φωτισμός ἀπό τόν Τρισάγιο Κύριο νά προσεγγίζωμε οἰκοδομητικά καί ὅπως πρέπει ἕνα Ἅγιο. Ἄλλωστε δέν εἶναι μιὰ σμικρογραφία τοῦ ἀπολύτου Ἁγίου καί τῆς πρώτης πηγῆς καί τῆς ἁγιότητος, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας; Ὅπως γιά νά πλησιάσωμε σωστικά τόν Κύριο, τόν ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενον, χρειάζεται νά ἔχωμε στήν ψυχή μας τόν ἁγνόν φόβον Του, διότι εἶναι πῦρ καταναλίσκον, μπροστά στήν αἴσθησι τοῦ Ὁποίου καί ὁ Ἀβραάμ καί ὁ Ἠσαΐας καί ὁ Ἰώβ ἐδειλίασαν σφόδρα, κατά τόν ἴδιο τρόπο μία ἀπρόσεκτη καί ἀσεβής προσέγγισις ἑνός Ἁγίου ἀνθρώπου μπορεῖ νά ἀποβῆ θανατηφόρος πνευματικῶς ἐγγισμός, ὅπως αὐτός τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης ἀπό τόν γνωστό Ὀζά κατά τήν πανηγυρική ἐπαναμεταφορά της στήν Σιών.

Ἀντί, λοιπόν, νά ψάχνωμε φιλοπερίεργα γιά Ἁγίους, προτιμότερο εἶναι ἀλλά καί ἀσφαλέστερο, νά πλησιάζωμε στά μυστήρια τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας ἐν ταπεινώσει καί αἰσθήσει τῆς παναναξιότητός μας καί νά ζητοῦμε ἀδιαλείπτως τό μέγα ἔλεος τοῦ Κυρίου, πού διαχρονικῶς μᾶς προστάσσει «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος Κύριος ὁ Θέος». Μ’ αὐτό τόν τρόπο καί οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι Πατέρες Τόν πλησίασαν καί ἔγιναν φωστῆρες λάμψαντες καί ἕως αἰώνων μέλλοντες νά λάμπουν στό νοητό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ζῶντες ἐν σώματι ὑπῆρξαν γνήσιοι φίλοι του Θεοῦ καί στήριξαν καί παρεκάλεσαν πλήθη λαοῦ τοῦ Κυρίου. Τώρα ἀπό τούς οὐρανούς κατεβάζουν σύννεφα θείων δωρεῶν στούς πιστούς μέ τά ποικίλα θαύματα πού ἐπιτελοῦν καθημερινά σέ ὅσους προσπίπτουν καί ζητοῦν τίς εὐεργετικές ἱκεσίες τους πρός τόν Κύριο ἤ μελετοῦν τίς θαυμαστές βιογραφίες τους.

Ἐν τέλει καί ὁ Γέρων Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί ὁ Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου καί ὁ Φιλόθεος τῆς Πάρου καί ὁ Γεώργιος τῆς Σίψας καί ὁ Ἱερώνυμος τῆς Ἀναλήψεως καί ὁ Γερβάσιος τῶν Πατρῶν καί ὁ Ἐπιφάνιος τῶν Ἀθηνῶν καί ὁ Πορφύριος τῶν Καυσοκαλυβίων καί ὁ Ἐφραίμ Κατουνακιώτης καί ὁ Παΐσιος τῆς Παναγούδας καί ὁ Ἰάκωβος τοῦ Ὁσίου Δαβίδ καί ὁ Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ καί ὁ παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης καί ὁ Δαμασκηνός τοῦ Μακρυνοῦ καί ὁ Γαβριήλ Διονυσιάτης καί ὁ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης καί ὁ Ἀρσένιος καί ὁ πάπα-Χαράλαμπος τοῦ γερο-Ἰωσήφ καί ὁ Γέροντας Ἰουστίνος τοῦ Τσέλιγιε ἤ ὁ γερο-Κλεόπας τῆς Ἠσυχαστρίας καί εἴ τι ἕτερος… ὅλοι ὑπῆρξαν καί εἶναι Ἅγιοι καί μεγάλοι, ἀλλά κανείς δέν μοιάζει μέ κάποιον ἄλλον. Ὁ καθένας ἔχει τό προσωπικό του χρῶμα στόν ἅγιο βίο του. Αὐτή εἶναι ἡ ἀριστοκρατία τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ μας!

Μᾶς σέβεται εἰς τό ἔπακρον καί μᾶς ἁγιάζει ὁλοτελῶς, ὅταν παραδοθοῦμε ταπεινά καί χωρίς κρατούμενα στό θέλημά Του, μή περιμένοντας ὁποιονδήποτε δουλικό μισθό γιά τά «κατορθώματά» μας, οὔτε φωτοστέφανο δόξης καί ἁγιότητος, παρά μόνον ἐκζητοῦντες μέ τελωνικό αἴσθημα μετανοίας καί συντριβῆς τό μέγα καί πλούσιον ἔλεος τῆς φιλανθρωπίας Του, ὅπως ἔκαναν καί ὅλοι οἱ φανεροί καί ἀφανεῖς Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὧν ταῖς εὐχαῖς ἐλεῆσαι καί σῶσαι ἡμᾶς Κύριος ὁ Θεός. Ἀμήν.

Πηγή: nefthalim
           http://amethystosbooks.blogspot.gr/

Ο διάβολος παρουσιάζεται και ως άγγελος φωτός

Όποιος δεν έχει νιώσει την ανώτερη χαρά, την παραδεισένια, δεν έχει δηλαδή πνευματικές εμπειρίες, εύκολα μπορεί να πλανηθεί, αν δεν προσέξει. Ο διάβολος είναι πονηρός. Ερεθίζει λίγο την καρδιά του ανθρώπου και τον κάνει να αισθάνεται μια ευχαρίστηση, οπότε τον πλανάει, δίνοντας του την εντύπωση ότι η ευχαρίστηση αυτή είναι πνευματική, θεία. Κλέβει την καρδιά και νομίζει ο άνθρωπος ότι πάει καλά. «Δεν ένιωσα, ταραχή», λέει. Ναι, αλλά αυτό που ένιωσες δεν είναι η πραγματική, η πνευματική χαρά. Η πνευματική χαρά είναι κάτι ουράνιο. 

Ο διάβολος μπορεί να παρουσιασθεί και σαν άγγελος ή σαν άγιος. Ο καμουφλαρισμένος δαίμονας σε άγγελο ή σε άγιο σκορπάει ταραχή- αυτό που έχει-,ενώ ο πραγματικός Άγγελος ή Άγιος σκορπάει πάντα χαρά παραδεισένια και αγαλλίαση ουράνια. Ο ταπεινός και καθαρός άνθρωπος, ακόμη και άπειρος να είναι, διακρίνει τον Άγγελο του Θεού από τον δαίμονα που παρουσιάζεται σαν άγγελος φωτός, γιατί έχει πνευματική καθαρότητα και συγγενεύει με τον Άγγελο. Ενώ ο εγωιστής και σαρκικός πλανιέται εύκολα από τον πονηρό διάβολο. Όταν ο διάβολος παρουσιάζεται σαν άγγελος φωτός, αν ο άνθρωπος βάλει έναν ταπεινό λογισμό, εξαφανίζεται. Ένα βράδυ στην Μονή Στομίου, μετά το Απόδειπνο, έλεγα την ευχή στο κελί καθισμένος σε σκαμνί. Για μια στιγμή ακούω όργανα και κλαρίνα σε ένα οίκημα που ήταν λίγο πιο πέρα για τους ξένους. Παραξενεύτηκα! «Τι όργανα είναι αυτά που ακούγονται τόσο κοντά!», είπα. Το πανηγύρι είχε περάσει. Σηκώνομαι από το σκαμνί και πηγαίνω στο παράθυρο να δω τι συμβαίνει έξω. Βλέπω ησυχία παντού. Τότε κατάλαβα ότι ήταν από τον πειρασμό, για να διακόψω την προσευχή. Γύρισα και συνέχισα την ευχή. Ξαφνικά ένα δυνατό φως γέμισε το κελί. Η οροφή εξαφανίστηκε, άνοιξε η σκεπή και φάνηκε μια στήλη φωτός που έφτανε μέχρι τον ουρανό. Στην κορυφή αυτής της φωτεινής στήλης φαινόταν το πρόσωπο ενός ξανθού νέου, με μακρά μαλλιά και γένια, που έμοιαζε με τον Χριστό. Επειδή έβλεπα το μισό πρόσωπο του, σηκώθηκα από το σκαμνί, για να το δω ολόκληρο. Τότε άκουσα μέσα μου μια φωνή: «Αξιώθηκες να δεις τον Χριστό». «Και ποιος είμαι εγώ ο ανάξιος, που αξιώθηκα να δω τον Χριστό;», είπα και έκανα τον σταυρό μου. Αμέσως το φως και ο δήθεν Χριστός χάθηκαν και είδα ότι η οροφή βρισκόταν στην θέση της.

Αν ο άνθρωπος δεν έχει το κεφάλι του πολύ καλά κλειδωμένο, μπορεί ο πονηρός να του βάλει λογισμό υπερηφανείας και να τον πλανέσει με φαντασίες και ψεύτικα φώτα, τα οποία δεν ανεβάζουν στον Παράδεισο, αλλά γκρεμίζουν στο χάος. Γι' αυτό πρέπει να μη ζητάει ποτέ φώτα ή θεία χαρίσματα κ.λπ., αλλά μετάνοια. Η μετάνοια θα φέρει την ταπείνωση και μετά ο Καλός Θεός θα δώσει ό,τι του είναι απαραίτητο. Όταν ήμουν στο Σινά, στο ασκητήριο της Αγία Επιστήμης, μια φορά τα ταγκαλάκι πήγε να με ...;εξυπηρετήσει! Το ασκητήριο είχε τρία-τέσσερα σκαλάκια. Την νύχτα, όταν είχε αστροφεγγιά, πήγαινα στις σπηλιές και, για να κατέβω τα σκαλοπάτια, άναβα το τσακμάκι. Μια φορά πάω να ανάψω το τσακμάκι, δεν άναβε. Σε μια στιγμή βλέπω ένα φως σαν ένα βράχο σαν από δυνατό προβολέα, φαπ! Ω, φώτισε τα πάντα γύρω! «Να μου λείψουν τέτοια φώτα», είπα, και γύρισα πίσω. Αμέσως χάθηκε το φως. Βρε τον διάβολο, δεν ήθελε να φέξω με το τσακμάκι, για να κατεβώ! «Κρίμα δεν είναι, σου λέει, να παιδεύεται; Ας του δώσω εγώ φώτα»! Καλοσύνη του!

-Πώς καταλάβατε, Γέροντα, ότι δεν ήταν από τον Θεό;

-Εμ, καταλαβαίνεται. Φοβερό!


ΠΗΓΗ    paterikiorthodoxia

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Πώς φεύγει η ανασφάλεια, η απελπισία, η κατάθλιψη.

Αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη 

Όλα τα κακά αισθήματα, η ανασφάλεια, η απελπισία, η απογοήτευση, που πάνε να κυριεύσουν την ψυχή, φεύγουν με...
την ταπείνωση.

Αυτός που δεν έχει ταπείνωση, ο εγωιστής, δεν θέλει να του κόψεις το θέλημα, να τον θίξεις, να του κάνεις υποδείξεις. Στενοχωρείται, νευριάζει, επαναστατεί, αντιδρά, τον κυριεύει η κατάθλιψη...

Η κατάσταση αυτή θεραπεύεται με τη χάρη. Πρέπει η ψυχή να στραφεί στην αγάπη του Θεού. Η θεραπεία θα γίνει με το ν’ αγαπήσει τον Θεό με λαχτάρα.
Πολλοί άγιοί μας μετέτρεψαν την κατάθλιψη σε χαρά με την αγάπη προς τον Χριστό. Παίρνανε δηλαδή την ψυχική δύναμη, που ήθελε να τη συντρίψει ο διάβολος, και τη δίνανε στον Θεό και τη μεταβάλλανε σε χαρά και αγαλλίαση.

Η προσευχή, η λατρεία του Θεού μεταβάλλει σιγά σιγά την κατάθλιψη και τη γυρίζει σε χαρά, διότι επιδρά η χάρις του Θεού. Εδώ χρειάζεται να έχεις τη δύναμη, ώστε ν’ αποσπάσεις τη χάρη του Θεού, που θα σε βοηθάει να ενωθείς μαζί του. Χρειάζεται τέχνη.


Όταν δοθείς στον Θεό και γίνεις ένα μαζί του, θα ξεχάσεις το κακό πνεύμα, που σε τραβούσε από πίσω, κι εκείνο έτσι περιφρονημένο θα φύγει. Στη συνέχεια, όσο θ’ αφοσιώνεσαι στο Πνεύμα του Θεού, τόσο δεν θα κοιτάζεις πίσω σου, για να δεις αυτόν που σε τραβάει.

Όταν σε ελκύσει η χάρις, ενώνεσαι με τον Θεό. Κι όταν ενωθείς με τον Θεό και δοθείς σ’ Εκείνον, πάνε όλα τ’ άλλα, τα ξεχνάς και σώζεσαι. Η μεγάλη τέχνη, λοιπόν, το μεγάλο μυστικό, για ν’ απαλλαγείς απ’ την κατάθλιψη και όλα τ’ αρνητικά, είναι να δοθείς στην αγάπη του Θεού.

Ένα πράγμα που μπορεί να βοηθήσει τον καταθλιπτικό είναι και η εργασία, το ενδιαφέρον για τη ζωή. Ο κήπος, τα φυτά, τα λουλούδια, τα δέντρα, η εξοχή, ο περίπατος στην ύπαιθρο, η πορεία, όλ’ αυτά, βγάζουν τον άνθρωπο απ’ την αδράνεια και του δημιουργούν άλλα ενδιαφέροντα. Επιδρούν σαν φάρμακα.

Η ασχολία με την τέχνη, τη μουσική κ.λπ. κάνουν πολύ καλό. Σ’ εκείνο, όμως, που δίνω τη μεγαλύτερη σημασία είναι το ενδιαφέρον για την Εκκλησία, για τη μελέτη της Αγίας Γραφής, για τις ακολουθίες. Μελετώντας τα λόγια του Θεού, θεραπεύεται κανείς χωρίς να το καταλάβει.

Να σας διηγηθώ για μια κοπέλα, που ήλθε σ’ εμένανε τον ταπεινό. Έπασχε από φοβερή κατάθλιψη. Δεν κατάφερε κάτι με τα φάρμακα. Παράτησε τα πάντα, τη δουλειά της, το σπίτι της, τις απασχολήσεις της. Κι εγώ της είπα αυτά που ξέρω.
Της είπα για την αγάπη του Χριστού, που αιχμαλωτίζει την ψυχή, διότι η χάρις του Θεού γεμίζει την ψυχή και την αλλάζει. Της εξήγησα ότι είναι δαιμονική αυτή η δύναμη που καταλαμβάνει την ψυχή και μεταβάλλει την ψυχική δύναμη σε κατάθλιψη, τη ρίχνει κάτω, τη βασανίζει και την αχρηστεύει. Την συμβούλευσα ν’ ασχολείται με διάφορες απασχολήσεις, όπως, για παράδειγμα, με τη μουσική που της άρεσε πρώτα κ.λπ.
Τόνισα, όμως, περισσότερο τη στροφή και την αγάπη της προς τον Χριστό. Της είπα ακόμη ότι μέσα στην Εκκλησία μας υπάρχει θεραπεία με την αγάπη προς τον Θεό και την προσευχή, αλλά που θα γίνεται με λαχτάρα.

Αυτό είναι το μυστικό της θεραπείας. Αυτά δέχεται η Εκκλησία μας.

http://www.diakonima.gr/2014/07/14

«Ό,τι λογής έργα σπείρει ο άνθρωπος, τέτοια και θα θερίσει»

 Κάποτε ο άρχοντας του τόπου επισκέφθηκε τον αββά Παλλάδιο, γιατί ήθελε να τον δει. Είχε ακούσει βέβαια τα σχετικά μ' αυτόν. και είχε πάρει μαζί του και έναν στενογράφο, στον οποίο έδωσε την εξής εντολή: «Εγώ τώρα μπαίνω να δω τον αββά, εσύ λοιπόν όσα θα μου πει, να τα γράψεις με ακρίβεια».

 Μπαίνει μέσα ο άρχοντας και λέει στον Γέροντα: «Προσευχήσου για μένα, αββά, γιατί έχω πολλές αμαρτίες»«Μόνο ο Ιησούς Χριστός είναι αναμάρτητος» αποκρίνεται ο Γέροντας. Τον ρωτά ο άρχοντας: «Άραγε, αββά, θα τιμωρηθούμε για κάθε αμαρτία;» Κι απαντά ο Γέροντας: «Γράφει στην αγία Γραφή: Εσύ θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του». «Εξήγησέ μου τον λόγο αυτόν» παρακαλεί ο άρχοντας. «Το νόημά του είναι ολοφάνερο» αποκρίνεται ο Γέροντας, «αλλ' όμως άκουσε και λεπτομερώς. Στενοχώρησες τον πλησίον; Περίμενε από κάποιον να πάθεις το ίδιο. Άρπαξες από τους κατωτέρους σου, γρονθοκόπησες φτωχό, ήσουν προσωπολήπτης σε δικαστήριο, ντρόπιασες, κακολόγησες, συκοφάντησες, είπες ψέματα εναντίον κάποιου, επιβουλεύθηκες την οικογενειακή τιμή των άλλων, ορκίστηκες ψευδόμενος, μετέθεσες όρια πατρικών χωραφιών, πρόσβαλες κτήματα ορφανών, καταστενοχώρησες χήρες, προτίμησες την εδώ πρόσκαιρη ηδονή από τα μελλοντικά αγαθά; Περίμενε την ανταπόδοση αυτών. Γιατί ό,τι λογής έργα σπείρει ο άνθρωπος, τέτοια και θα θερίσει. Και βέβαια εάν έχεις κάνει και κάποια καλά έργα, να περιμένεις να σου ανταποδοθούν κι αυτά πολλαπλάσια, γιατί "Εσύ (ο Θεός) θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του". Έχοντας στον νου σου, σ' όλη τη διάρκεια της ζωής σου, αυτή την τελική απόφαση, θα μπορέσεις να αποφύγεις τα περισσότερα αμαρτήματα».

«Και τί πρέπει να κάνω, αββά;» ρωτάει ο άρχοντας. «Να συλλογιέσαι -του απαντά ο Γέροντας- τα αιώνια, τα ατελεύτητα, τα συνεχόμενα.... Εκεί είναι χώρα ζώντων που δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά ζουν την αληθινή ζωή ενωμένοι με τον Χριστό».

 Στέναξε τότε ο άρχοντας και είπε: «Πράγματι, αββά, έτσι είναι όπως τα είπες». και ξεκίνησε να επιστρέψει στο σπίτι του ευχαριστώντας τον Θεό για τη μεγάλη ωφέλεια που πήρε.
* * *
* Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος θα μας πει: «Με τη μετάνοια γίνεται το πλύσιμο του μολυσμού των αισχρών πράξεων. Μετά δε από αυτήν, ακολουθεί η μετοχή του Αγίου Πνεύματος, όχι απλά, αλλά ανάλογα με την πίστη και την διάθεση και την ταπείνωση εκείνων που μετανοούν από όλη τους την ψυχή...»

«Γι' αυτό ο Θεός, επειδή είναι φιλάνθρωπος και οικτίρμων και επειδή θέλει τη σωτηρία μας, τοποθέτησε ανάμεσα σε μας και σ' Εκείνον την εξομολόγηση και τη μετάνοια και έδωσε την εξουσία σε καθένα που θέλει, να ανακαλέσει τον εαυτόν του από την πτώση του και με αυτήν να ξαναμπεί στην προ της πτώσεως κατάσταση και να αποκτήσει οικειότητα με τον Θεό και να βρεθεί μέσα στη δόξα του και στην παρρησία προς αυτόν. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και να γίνει πάλι κληρονόμος όλων των αγαθών που μας υποσχέθηκε ή και μεγαλυτέρων ακόμα, εάν θελήσει να επιδείξει θερμή μετάνοια. Γιατί, ανάλογα με τη μετάνοια, θα βρει και την ανάλογη παρρησία και οικειότητα προς τον Θεό κάθε άνθρωπος...».

"Για την ΜΕΤΑΝΟΙΑ,
την μοναδική λύση στα αδιέξοδά μας"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

http://www.impantokratoros.gr/4497D96A.el.aspx
http://paterikos.blogspot.gr/

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Η πίστη στον Χριστό δεν είναι θεώρημα, αλλά ζωή που χαρακτηρίζεται από τις ανάλογες πράξεις

10459876_719405924785415_3814225778055363607_n

Η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η χρηστότης, η αγαθωσύνη, η πίστις, η πραότης, η εγκράτεια (Γαλ. ε, 22-23) και “όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά…ει τις αρετή και ει τις έπαινος” (Φιλ.δ,8) είναι τα πολύτιμα δομικά υλικά , με τα οποία οικοδομείται το οικοδόμημα της χριστιανικής ζωής. Ο απόστολος Παύλος παραινεί σε μία ορθή και πνευματική ζωή, καλώντας μας να οικοδομήσουμε επί της πέτρας του Χριστού, επί του θεμελίου δηλαδή που ο ίδιος, με τη χάρη του Θεού έβαλε. Η εποικοδόμηση δεν είναι τίποτε άλλο από τα ορθά και κατά Θεόν έργα.
Ας κοιτάξει, λοιπόν, ο κάθε ένας πως και με ποιό τρόπο οικοδομεί στο ασάλευτο θεμέλιο του Χριστού˙ ενώ έχει την ορθή πίστη και αυτόν τον ίδιο τον Χριστό, ας μη λησμονεί να κάνει αγαθά, σωστά και πνευματικά έργα. Η πίστη στον Χριστό δεν είναι θεώρημα, αλλά ζωή που χαρακτηρίζεται από τις ανάλογες πράξεις. Ο πόνος, η θλίψη, οι δυσκολίες και ο θάνατος, θερμομετρούν την πίστη μας. Η υπομονή στον πόνο, η καρτερία στη θλίψη, η μακροθυμία στις δυσκολίες, η υπέρβαση του θανάτου, εγγυώνται τη γνησιότητα της πίστεως και των έργων μας, και εξασφαλίζουν τη σωτηρία μας. Τέλος δε η αυτομεμψία και η μετάνοια ενεργούν συντελεστικά στην σωστική αντιμετώπιση των ποικίλων δοκιμίων, τα οποία η αγάπη του Θεού επιτρέπει και χρησιμοποιεί προκειμένου όλοι να σωθούμε.
Αμήν


Ασθενείς εν αμαρτία και υγιείς εν μετανοία

Ασθενείς εν αμαρτία και υγιείς εν μετανοία

Ποῖος εἶναι ὁ λόγος πού μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός; Τήν ἀπάντησιν μᾶς τήν δίδει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ Θεός μᾶς ἐδημιούργησε, διά νά γίνωμε κοινωνοί τῆς Θείας Φύσεως καί μέτοχοι τῆς ἀϊδιότητός Του καί νά ἀναδειχθοῦμε ὅμοιοί Του μέ τήν κατά Χάριν θέωσιν, διά τήν ὁποίαν ἔχουν συσταθῆ καί παραμένουν ὅλα τά ὄντα καί ἔχουν παραχθῆ καί γίνει ὅλα τά μή ὄντα»(1).

Διά νά μή χάσωμε τήν μεγίστην αὐτήν δωρεάν τοῦ Παναγάθου Θεοῦ, πρέπει νά θεραπευθοῦμε ἀπό τήν ἀσθένειαν τῆς ψυχῆς μας, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι μία λανθασμένη ἤ μία ἄτοπη κίνησις πού κάνει ὁ ἄνθρωπος καί πού διά νά τήν διορθώσῃ χρειάζεται μία τυπική «συγγνώμη». Ἡ ἁμαρτία εἶναι μία κίνησις ἀντίθετη πρός τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀνταρσία πνευματική κατά τοῦ Θεοῦ!


  Ἡ κάθε ἁμαρτία εἶναι μία μικρή ἐπανάστασις τοῦ ἀνθρώπου κατά τοῦ Θεοῦ. Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος διαχωρίζεται ἀπό τόν Θεόν, ἀπομακρύνεται, φεύγει ἀπό τήν Χάριν τῆς Ἐκκλησίας, ἀποξενώνεται, ἀπομονώνεται, καταστρέφεται, τελικά νεκρώνεται. Ὁπότε, ἀκολουθεῖ ὁ σκοτισμός τοῦ νοῦ καί ἡ νέκρωσις τῶν πνευματικῶν δυνάμεων. Ἡ ἁμαρτία εἶναι κίνησις θεομαχίας. Εἶναι θεομάχος, δηλαδή εἶναι ἑαυτομάχος, βλάπτει, ἀρρωσταίνει καί καταστρέφει τόν  ἑαυτόν μας.

Ὁ πρῶτος πού ἁμάρτησε εἶναι ὁ Διάβολος: «...ἀπ᾽ ἀρχῆς ὁ Διάβολος ἁμαρτάνει...» (Α´ Ἰωάν. γ´, 8). Κανένας δέν εἶχε ἁμαρτήσει πρίν ἀπό αὐτόν. Ἁμάρτησε μέ τήν ἰδικήν του προαίρεσιν καί ἀπό τό ἔργον του ὠνομάσθηκε ''διάβολος''. Ἐνῷ ἦταν ὁ πρῶτος ἀπό τούς ἀγγέλους, κατήντησε νά διαβάλλῃ, δηλαδή νά συκοφαντῇ τόν Θεόν εἰς τούς Πρωτοπλάστους. Αὐτός ὡδήγησε τόν προπάτορα Ἀδάμ εἰς τήν παρακοήν καί εἰς τήν ἐξορίαν.

Τό ἔργον τοῦ φθονεροῦ ἐχθροῦ μας Διαβόλου εἶναι τό νά μᾶς σπρώχνῃ εἰς τήν ἁμαρτίαν. Ὁ Διάβολος, μετά τήν πτῶσιν του, ὡδήγησε πολλούς εἰς τήν ἀποστασίαν. Αὐτός σπέρνει τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες εἰς ὅσους τόν ἀκολουθοῦν. Ἀπό αὐτόν προέρχονται ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία καί κάθε ἄλλο κακό. Ἀλλά δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς κάμῃ νά ἁμαρτήσωμε, ἐάν ἐμεῖς δέν θέλωμε. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος, ἐάν θά ἀκολουθήσῃ τόν Χριστόν ἤ τόν δαίμονα.

Ἡ ἁμαρτία εἶναι παράλογη, ἀφύσικη, ἀντίθεη καί δημιουργεῖ ἀποσύνθεσιν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος καί ἀποσύνδεσιν ἀπό τόν Θεόν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι, θά λέγαμε, ἡ λογική τοῦ δαίμονα, πού εἶναι ἰδιαίτερα ὕπουλος, πονηρός, πανοῦργος, τεχνίτης, πλᾶνος, εὐφυής, ἔμπειρος καί μεγάλος ἀπατεῶνας... Ἡ βάσις τῆς ἁμαρτίας, κατά τόν Ἅγιον Ἰουστῖνον Πόποβιτς, εἶναι νά γίνωμε θεοί δίχως Θεόν, μόνοι μας. Ἡ αὐτοθέωσις αὐτή εἶναι ἀντίθεη, ἀντίχριστη, δαιμονιώδης.

Ἡ συνάντησις τῆς ψυχῆς μέ τήν ἁμαρτίαν γεννᾷ τά πάθη. Ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὡς πορνεία μέ τόν δαίμονα, κατά τόν Ὅσιον Μακάριον. Τά πάθη, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, εἶναι δαιμονοκίνητα καί ὁ ἁμαρτωλός εἶναι κατά ἕναν τρόπον δαιμονισμένος. Ἡ παραμονή εἰς τήν ἁμαρτίαν τυφλώνει τήν ψυχήν, τήν σκοτεινιάζει, τήν ἀρρωσταίνει, τήν τραυματίζει, τήν θανατώνει. Εἰς τήν κατάστασιν αὐτήν ὁ ἁμαρτωλός ἐμπαίζεται ἀπό τούς δαίμονας. Ἡ ἁμαρτία σκοτίζει τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τό βασιλικό μέρος τῆς ψυχῆς, ὁ ἡγεμόνας νοῦς, πού ὁρᾷ τόν Θεόν, κατά τούς Ἁγίους Πατέρας. Ἔτσι, ὁ ἡγεμόνας νοῦς γίνεται δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Τόν κυριεύουν τότε ἄτοποι, ἀκάθαρτοι, πονηροί λογισμοί. Ἀσχολεῖται μόνον μέ τά κοσμικά, τά γήινα, τά φθαρτά. Τόν αἰχμαλωτίζει τό κακό. Νομίζει πώς ζεῖ. Ἀλλά, ἁπλῶς  ὑπάρχει. «Ζεῖ» νεκρός, εἶναι νεκρός ψυχικά. Ἡ ἁμαρτία διέβρωσε τήν ψυχήν του, τήν ἀποδυνάμωσε.

Ἡ κακία εἶναι ξένη πρός τήν φύσιν τῆς ψυχῆς. Ἡ τροπή πρός τήν ἁμαρτίαν εἶναι ἐντελῶς ἑκούσια, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πλήρους ἐλευθερίας. Τό κακό εἶναι ἠθελημένο, ἐπιλεγμένο καί πραγματούμενο ἑκούσια ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἡ βούλησις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κυρίως ὑπεύθυνη γιά κάθε ἁμαρτία. «Ἀναίτιος τοῦ κακοῦ ἡ θεία Αὐτοαγαθότητα», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καί ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ μᾶς λέγει, ὅτι «κανένα κακό ἔξω ἀπό τήν προαίρεσιν τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑπάρχει».

Ἡ ἁμαρτία εἶναι θανάσιμη ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, ἀλλά δέν εἶναι ἀθεράπευτη. Ἡ θεραπεία της εἶναι ἡ μετάνοια.

Μετάνοια εἶναι ἡ τελεία ἀποστροφή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ πορεία ἐπιστροφῆς εἰς τόν Θεόν. Δίχως μετάνοια κανείς δέν ἠμπορεῖ νά σωθῇ. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει πώς ἀρχή μετανοίας εἶναι ἡ ἀποχή τοῦ κακοῦ καί ἡ ἀρχή τῆς μετανοίας εἶναι ἀρχή τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει πώς ἡ μετάνοια ἀρχίζει μέ τήν αὐτομεμψίαν καί τήν ἀπομάκρυνσιν ἀπό τίς κακίες. Δέν ἠμπορεῖ ποτέ κανείς νά προχωρήσῃ καί νά προοδεύσῃ πνευματικά εἰς τά ὑψηλά καί τέλεια, ἄν δέν ἀγγίξῃ τήν ἀρχήν τῶν ἀρετῶν, τήν μετάνοια.

Μετάνοια δέν εἶναι ἡ ἠθικιστική θεώρησις τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού προσπάθησαν μερικοί νά φέρουν ἀπό τήν Δύσιν καί νά προβάλλουν εἰς τόν χῶρον τῶν Ὀρθοδόξων. Εἰς ὁλόκληρον τήν Πατερικήν Παράδοσιν τονίζεται, ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται εἰς ὡρισμένας ἀντικειμενικάς βελτιώσεις τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε εἰς τύπους καί σχήματα ἐξωτερικά, ἀλλά ἀναφέρεται εἰς μίαν βαθυτέραν καί ὁλοκληρωτικήν ἀλλαγήν τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι μία ἁπλῆ συντριβή ἀπό τήν συναίσθησιν διαπράξεως κάποιας ἁμαρτίας. Δέν εἶναι μία νομική διαδικασία πού ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπον ἀπό κάποια αἰσθήματα ἐνοχῆς. Οὔτε μία τυπική ἐξομολόγησις πού κάνει κάποιος πρίν τίς μεγάλες ἑορτές ἤ κάτω ἀπό σκληρές ψυχολογικές συνθῆκες. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἀπόφασις στιγμῆς, προσωρινή δοκιμαστική ἀλλαγή, ψυχολογική ἀνανέωσις, ἁπλῆ νομική πρᾶξις, ἠθικιστική διόρθωσις καί ἐπιπόλαιο πείραμα. Εἶναι γενναία πρᾶξις ζωῆς, ἐπιδίωξις ὀρθοῦ βίου, ἤθους καί ὕφους καί ἐκκλησιολογικῆς, ὑγιοῦς, γνησίας, ἀνόθευτης, ἱερῆς καί νοηματισμένης βιοτῆς.

Ἡ μετάνοια ἀλλάζει ὁλόκληρον τόν ἄνθρωπον ψυχοσωματικά.  Εἶναι μία μόνιμη πνευματική κατάστασις, πού σημαίνει σταθεράν κατεύθυνσιν τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν καί συνεχῆ διάθεσιν διά ἀνορθώσιν, θεραπείαν καί ἀνάληψιν τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος. Εἶναι τό νέο φρόνημα, ἡ νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσις, πού πρέπει νά συνοδεύῃ τόν ἄνθρωπον μέχρι τήν στιγμήν τοῦ θανάτου.

Μετάνοια εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική ἀλλαγή τῆς ζωῆς, ἡ ἄρνησις τῆς ἁμαρτίας μέ ὅλην μας τήν καρδίαν, ἡ ἀλλαγή νοοτροπίας. Δηλαδή, νά νοιώσωμε μέ ὅλη μας τήν ὕπαρξιν, ὅτι ὁ δρόμος πού ἀκολουθοῦμε δέν ὁδηγεῖ πουθενά καί νά θελήσωμε νά ἐπιστρέψωμε εἰς τόν Θεόν.

Μετάνοια σημαίνει ἀλλάζω νοῦν, ἀλλάζω τρόπον σκέψεως, γίνομαι καινούργιος ἄνθρωπος καί ἑπομένως ἀλλάζω πορείαν. Δέν ἀκολουθῶ αὐτό πού ἐγώ ἐνόμιζα ὅτι εἶναι τό συμφέρον μου, ἀλλά παραδίδω τόν ἑαυτόν μου εἰς τόν Θεόν διά νά μέ καθοδηγήσῃ. Εἶναι μῖσος διά τόν Διάβολον, τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας, δυνατή ἀπόφασις νά μήν ξαναπέσωμε εἰς τά ἴδια. Νά συναισθανθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα καί τήν ἀθλιότητά μας. Νά νοιώσωμε σεισμόν ἀληθινῆς μετανοίας. Ἐάν δηλαδή δέν μισήσωμε τήν ἁμαρτίαν καί ἐάν δέν πονέσωμε διά τό κακόν πού ἐκάναμε εἰς τήν ψυχήν μας καί εἰς τάς ψυχάς τῶν ἄλλων καί δέν ἀλλάξωμε ζωήν, τότε ἡ μετάνοιά μας δέν εἶναι ἀληθινή. Δέν εἶναι κἄν μετάνοια. Δέν εἶναι τίποτα.

 Λέγει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Ὅλοι οἱ πνευματικοί, οἱ Πατριάρχες, οἱ Ἀρχιερεῖς καί ὅλος ὁ κόσμος νά σέ συγχωρήσουν, εἶσαι ἀσυγχώρητος, ἐάν δέν μετανοήσῃς ἔμπρακτα». Νά μισήσωμε τήν ἁμαρτίαν καί νά ἀγαπήσωμε τήν ἀρετήν. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Οὐ γάρ ἐν ρήμασιν ἡμῶν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ εὐσέβεια». Δηλαδή, ἡ εὐσέβειά μας δέν μένει εἰς τά λόγια, ἀλλά εἰς τά πράγματα. Δέν στηρίζεται εἰς τά λόγια, ἀλλά εἰς τίς πράξεις. Ἡ μετάνοια δέν ἔχει σχέσιν μέ τήν ἐπιφάνειαν, ἀλλά μέ τό βάθος.

Μετάνοια εἶναι ἡ δυναμική μετάβασις ἀπό τήν παρά φύσιν κατάστασιν τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας εἰς τήν κατάστασιν τῆς ἀρετῆς καί τοῦ κατά φύσιν. Ὁ  Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει: «Μετάνοια σημαίνει ἐπάνοδον ἀπό τό παρά φύσιν εἰς τό κατά φύσιν καί ὅδευσιν πρός τό ὑπέρ φύσιν. Εἶναι πορεία ἀπό τό ''κατ᾽ εἰκόνα'' εἰς τό ''καθ᾽  ὁμοίωσιν''». Ὁ Ἀδάμ πλάσθηκε ἀπό τόν Πανάγαθον Θεόν ''κατ᾽ εἰκόνα'' καί ''καθ’   ὁμοίωσίν'' Του. Τό ''κατ᾽ εἰκόνα'' τοῦ δόθηκε ἀμέσως. Τό ''καθ᾽ ὁμοίωσιν'' θά ἔπρεπε ὅμως νά τό καλλιεργήσῃ ἐλεύθερα καί φιλότιμα ὁ ἴδιος, τῇ συνεργείᾳ βέβαια τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ κατάκτησις τοῦ ''καθ᾽  ὁμοίωσιν'' ἀποτελεῖ τόν ἁγιασμόν, τήν χαρίτωσιν, τήν τελείωσιν, τήν κατά Χάριν θέωσιν. Ὁ ἄνθρωπος ζῶντας εἰς τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί ἀγνοῶντας τήν ὡραιότητα τῆς Θείας ζωῆς, δέν ἠμπορεῖ νά καταλάβῃ τήν διαφοράν μεταξύ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς καί τῆς θεανθρωπίνης ζωῆς καί νά δῇ τήν πνευματικήν του ἐρήμωσιν. Ἡ μετάνοια ἐλευθερώνει καί δέν ὑποδουλώνει τόν ἄνθρωπον. Ὅσον ὁ πιστός βαθαίνει εἰς τήν μετάνοιαν, τόσον περισσότερον αἰσθάνεται τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καί βιώνει τήν ἐλευθερίαν. 

Λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Κι ἄν ἀκόμη κάθε ἡμέρα ἁμαρτάνῃς, κάθε ἡμέρα μετανόει». Καί ἀπαντοῦσαν οἱ ἀκροατές του: «Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, εἶναι δυνατόν νά μετανοήσῃ κανείς καί νά σωθῇ;». Καί ἀπαντοῦσε ὁ Ἱερός Πατήρ: «Ἀσφαλῶς ναί. Ἀπό ποῦ εἶναι φανερόν; Ἀπό τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου σου. Μόνη ἡ μετάνοιά σου δέν ἀρκοῦσε. Μέτρον εἰς τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει. Ἡ ἰδική σου κακία ἔχει μέτρο. Σκέψου ἕναν σπινθῆρα πού ἔπεσε εἰς τό πέλαγος· μήπως ἠμπορεῖ νά μείνῃ ἐκεῖ ἤ νά φανῇ; Ἔτσι εἶναι καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι εἰς τήν ἁμαρτίαν, ἤ καλύτερα, οὔτε τόσον, ἀλλά πολύ περισσότερον. Διότι, τό πέλαγος κι ἄν ἀκόμη εἶναι μεγάλο, ἔχει ὅρια, ἐνῷ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη»(2).

Ὅσον ἁμαρτωλός καί νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει ποτέ νά ἔρχεται εἰς ἀπόγνωσιν. Ἄν θελήσῃ νά μετανοήσῃ, ὄχι μόνον σώζεται, ἀλλά καί ἅγιος δύναται νά γίνῃ. Ποτέ νά μήν ἀπελπιζώμεθα. Ἀλλά καί νά μήν ἀδιαφοροῦμε. Ὁ Διάβολος θέλει νά μᾶς φέρῃ, εἴτε εἰς ἀπόγνωσιν διά νά μήν σηκωθοῦμε ποτέ ἀπό τήν ἁμαρτίαν, νά μᾶς διασύρῃ καί νά μᾶς σύρῃ αἰωνίως εἰς τούς κόλπους του, εἴτε νά μᾶς ρίξῃ εἰς ἀδιαφορίαν καί εἰς ραθυμίαν διά νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τήν πτῶσιν. Ὁ ληστής μετά ἀπό τόσες ἁμαρτίες δέν ἔπεσε εἰς ἀπόγνωσιν, ἀλλά μετενόησε καί ἔγινε ὁ πρῶτος πολίτης τοῦ Παραδείσου.  Δέν ὑπάρχει καμμία ἁμαρτία πού νά μήν σβήνεται μέ τήν μετάνοιαν. Κανείς ποτέ νά μήν ἀπελπίζεται διά τήν σωτηρίαν του ἀρκεῖ νά μετανοήσῃ.

Ἐρωτοῦσαν τόν Ἱερόν Χρυσόστομον: «Εἶναι δυνατόν νά μετανοήσῃ κανείς καί νά σωθῇ, ἄν ὅλην τήν ζωήν του τήν ἐπέρασεν μέσα εἰς τάς ἁμαρτίας; Σώζεται ἐάν μετανοήσῃ;»(3). Καί ἀπαντοῦσε ο Ἱερός Πατήρ: «Ἀσφαλῶς καί βεβαιότατα σώζεται. Ὁ Κύριός μας ἔχει τήν δύναμιν νά ἐξαλείφῃ τά ἁμαρτήματα εἰς τέτοιον βαθμόν, ὥστε οὔτε ἴχνος νά μήν μείνῃ. Εἰς τήν περίπτωσιν τῶν ἰατρῶν τοῦ σώματος, αὐτό μερικές φορές εἶναι ἀδύνατον. Ἐνῷ τό τραῦμα θεραπεύεται, ἡ οὐλή μένει. Ὁ Θεός ὅμως, ὅταν ἐξαλείφῃ τά ἁμαρτήματα, οὔτε οὐλή ἀφήνει, οὔτε ἴχνος ἐπιτρέπει νά μείνῃ, ἀλλά μαζί μέ τήν ὑγείαν χαρίζει καί τήν ὀμορφιάν, μαζί μέ τήν ἀπαλλαγήν τῆς τιμωρίας δίδει καί τήν δικαιοσύνην καί κάμει ἐκεῖνον πού ἔχει ἁμαρτήσει ἴσον μέ ἐκεῖνον πού δέν ἔχει ἁμαρτήσει. Διότι, ἐξαλείφει ἐντελῶς τό ἁμάρτημα, σάν νά μήν ἔγινε. Τόσο τέλεια τό ἐξαλείφει, χωρίς νά μένῃ οὔτε οὐλή, οὔτε ἴχνος, οὔτε σημάδι ἀποδεικτικό, οὔτε δεῖγμα»(4).

Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας βροντοφωνάζει: «Καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος· καί ἐάν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ· ἐάν δέ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ» (Ἡσ. α´, 18). Δηλαδή, καί ἀφοῦ μετανοήσετε, ἐλᾶτε νά συζητήσωμε καί νά λογαριασθοῦμε, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Καί εἰς περίπτωσιν ἀκόμη πού οἱ ἁμαρτίες σας θά εἶναι σάν τό ἐλαφρῶς κόκκινο χρῶμα, θά τίς λευκάνω σάν τό χιόνι˙ καί ἐάν ἀκόμη εἶναι σάν τό βαθύ κόκκινο χρῶμα, θά τίς λευκάνω σάν τό ἄσπρο μαλλί τῶν προβάτων.

Λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό ἀνωτέρω χωρίον τοῦ Ἡσαΐα: «Βλέπετε ἐάν κάπου ὑπάρχῃ οὐλή ἤ ρυτίδα μαζί μέ τό χρῶμα τῆς καθαρότητας; Μήπως ὑπάρχουν κάπου μαυράδια ἤ λεκέδες; Πουθενά δέν φαίνονται. Ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ὅταν τό ζητήσῃ ὁ ἄνθρωπος, ἐξαλείφει τά πάντα»(5).

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τονίζει πώς ἡ μετάνοια δύναται νά ἐπαναφέρῃ τόν μετανοοῦντα σέ μεγαλύτερη καθαρότητα καί ἀπό τήν πρό τῆς ἁμαρτίας κατάστασιν. Ἡ μετάνοια εἶναι βάπτισμα μετά τό Βάπτισμα, Χάρις μετά τήν Χάριν.

Λέγει ἐπίσης ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Ἄφεσις ἁμαρτιῶν σημαίνει πηγή σωτηρίας καί βραβεῖον μετανοίας. Ἡ μετάνοια εἶναι θεραπευτικόν ἰατρεῖον τῆς ἁμαρτίας· εἶναι δῶρον οὐράνιον, δύναμις θαυμαστή, δύναμις πού μέ τήν Θείαν Χάριν νικάει ὅλα τά κακά ἀποτελέσματα τῆς παραβάσεως τῶν Εὐαγγελικῶν Ἐντολῶν. Δι’ αὐτό, δέν ἀπορρίπτει τόν πόρνον, δέν διώχνει τόν μοιχόν, δέν κατακρίνει τήν μοιχαλίδα, δέν ἀποστρέφεται τόν μέθυσον, δέν σιχαίνεται τόν εἰδωλολάτρην, δέν ἀπομακρύνει τόν ὑβριστήν, δέν διώχνει τόν βλάσφημον, οὔτε τόν ἀλαζόνα, ἀλλά ὅλους τούς μεταβάλλει· διότι ἡ μετάνοια εἶναι χωνευτήριον τῆς ἁμαρτίας»(6).

Μέ τήν μετάνοιαν, ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νά ξανασηκωθῇ ἀπό τήν πτῶσιν του, νά θεραπεύσῃ τίς πληγές του καί νά συνεχίσῃ τήν δύσκολην πορείαν του. Ἡ μετάνοια ἐξαφανίζει τά δάκρυα τῆς δυστυχίας, τίς ἐνοχές, τούς φόβους, τήν ἀπόγνωσιν, μᾶς δίδει παρρησίαν πρός τόν Θεόν καί  ἀλλάζει ὀντολογικά τήν μεταπτωτική μας φύσιν.

Διά νά εἶναι ἀληθινή ἡ μετάνοια, θά πρέπῃ νά εἶναι ἔμπρακτη. Ἡ ἀληθινή ἔμπρακτη μετάνοια, ἔχει ὀνομασθῆ ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας «δεύτερο Βάπτισμα» ἤ «ἀνανέωσις τοῦ Βαπτίσματος». «Ἡ ἔμπρακτη μετάνοια, λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ἔχει ἄμεση εὐεργετική ἐπίδρασι, πρῶτα εἰς τούς οἰκείους, τήν οἰκογένειαν, καί μετά εἰς τούς συνανθρώπους, εἰς τό κοινωνικόν καί ἐπαγγελματικόν περιβάλλον, ἀκόμη καί εἰς τούς ἀπογόνους. Ὅλοι διδάσκονται καί ὅλοι σιωπηλά παροτρύνονται εἰς τήν ἐξάσκησιν τῆς ἀρετῆς. Καί ἐπειδή ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἔργον μόνον μίας ἡμέρας, ἀλλά συνεχής καί ἰσόβιος, αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια νά μεταμορφώνεται ὁ μετανοῶν μέ τά δάκρυα πού χύνει, τό πένθος καί τήν συντριβήν πού καλλιεργεῖ καί τόν καθημερινόν ἀγῶνα πού διεξάγει, μέ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ἐγκράτεια, Θεία Κοινωνία, μέ προσοχή εἰς τάς αἰσθήσεις, ἱερά μελέτη, φιλεύσπλαχνη ἐλεημοσύνη, κλπ. Ἡ μετάνοια ἐπιδρᾶ πολύ εὐεργετικά, διά τῆς Χάριτος, εἰς ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογενείας του, ἀκόμη καί εἰς ὁλόκληρον τόν κόσμον. Οἱ καρποί τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι πάντοτε φανεροί καί ὠφέλιμοι».

Μέ τά ἔργα μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος καί ὄχι μέ τά λόγια. Λέγει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας: «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν» (Ἡσ. α´, 16). Δηλαδή, λουσθεῖτε διά τοῦ πνευματικοῦ λουτροῦ τῆς μετανοίας, γίνετε καθαροί, ἀφαιρέσετε τίς πονηρίες ἀπό τίς ψυχές σας, ὥστε νά μή φαίνωνται ἀκάθαρτες αὐτές μπροστά στά μάτια μου, παύσατε ἀπό τίς πονηρίες σας.  Καί σχολιάζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἀφοῦ λέγῃ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας  "ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν καρδιῶν ὑμῶν'', διατί προσθέτει καί ''ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου''; Δέν ἦταν ἀρκετό τό πρῶτο μέρος τῆς προτάσεως;». Καί ἐξηγεῖ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Ὁ ἄνθρωπος βλέπει εἰς τό πρόσωπον, ἐνῷ ὁ Θεός εἰς τήν καρδίαν».

 Ἡ μετάνοια πρέπει νά εἶναι οὐσιαστική καί ἔμπρακτος καί ὄχι ὑποτυπώδης, μόνον μέ λόγια, δηλαδή διά τούς ὀφθαλμούς τῶν ἀνθρώπων. Διαφορετικά βλέπουν οἱ ὀφθαλμοί τῶν ἀνθρώπων καί διαφορετικά ὁ Θεός. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Εἶδα ἄνθρωπον πού φανερά ἁμάρτησε, ἀλλά μυστικά μετενόησε. Καί αὐτόν πού ἐγώ τόν κατέκρινα ὡς ἀνήθικον, ὁ Θεός τόν θεωροῦσε ἁγνό, διότι μέ τήν μετάνοιάν του Τόν εἶχε ἐξευμενήσει πλήρως».

Εἰς τήν παροῦσαν ζωήν, ὁ ἕνας, μικρός ἤ μεγάλος, θά κρίνεται πάντοτε ἀπό τούς ἄλλους. Εἰς τήν μέλλουσαν ὅμως ζωήν, οἱ πολλοί, δηλαδή οἱ πάντες, θά κριθοῦμε ἀπό τόν Ἕναν! Τόν Θεόν. Ἡ ἀπόφασις διά τούς πολλούς θά εἶναι τότε ἡ ἐτυμηγορία τοῦ Ἑνός. Ἐδῶ, εἰς αὐτήν τήν ζωήν, οἱ κρίσεις τῶν ἀνθρώπων διά τούς ἄλλους στηρίζονται σέ ὅ,τι βλέπουν μόνον ὡς θεατές. Ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ δι᾽ ὅλους μας ὅμως, βασίζεται εἰς ὅσα Ἐκεῖνος γνωρίζει, ὡς τέλειος καρδιογνώστης.

Ἡ μετάνοια εἶναι ἀρχή καί τέλος τῆς κατά Χριστόν πολιτείας καί σκοπός αὐτῆς τῆς ζωῆς. Δι᾽ αὐτό, εἶναι ἑπόμενο ὅλα νά θεωροῦνται ἀπό αὐτήν καί νά παίρνουν ἀξία ἤ ἀπαξία σέ σχέσι μέ αὐτήν. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τήν θεωρεῖ ἀναβαπτισμόν, νέαν συνθήκην μέ τόν Θεόν, ἐνδυνάμωσιν κατά τῆς ἀπελπισίας, λογισμόν αὐτοκριτικῆς καί αὐτοκατακρίσεως, ἐμπιστοσύνην εἰς τόν Θεόν καί ἀπόλυτην ἐλπίδα, συνδιαλλαγήν καί ἀγαθοεργίαν, καθαράν συνείδησιν, ὑπομονήν εἰς τάς θλίψεις, ἀντοχήν εἰς τήν νηστείαν, νέκρωσιν τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, διά νά ἔλθῃ εἰς μετάνοιαν, φθάνει προηγουμένως εἰς ἐπίγνωσιν «τῶν οἰκείων πλημμελημάτων» καί μεταμελεῖται ἐμπρός εἰς τόν Θεόν, εἰς τόν ὁποῖον καταφεύγει «ἐν συντετριμμένῃ καρδίᾳ». Ἀφήνει τόν ἑαυτόν του εἰς τό πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας Ἐκείνου καί πιστεύει, ὅπως ὁ ἄσωτος, ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά ἐλεηθῇ ἀπό τόν Θεόν καί νά ὀνομάζεται υἱός Του. Καί ὅταν, μέ τήν ἐπίγνωσιν καί τήν συναίσθησιν τῆς ἁμαρτωλότητος, ἑλκύσῃ ἐπάνω του τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, παίρνει τελείαν τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν του μέ τήν αὐτομεμψίαν καί τήν ἐξομολόγησιν.

Ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις εἶναι καρπός τῆς μετανοίας καί τελικός σκοπός της εἶναι ἡ ἐνσωμάτωσις τοῦ πιστοῦ εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας  τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Θείαν Κοινωνίαν. Ἡ Μετάνοια σώζει καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν Θείαν Κοινωνίαν, πού δίδεται «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὅσες καλές πράξεις καί νά κάνωμε, ὅσες ἐλεημοσύνες, κλπ., ἐάν δέν πηγαίνωμε εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἐάν δέν συμμετέχωμε ἐνεργά εἰς τήν Θείαν Λατρείαν, ἐάν δέν προσερχώμεθα εἰς τό Ποτήριον τῆς Ζωῆς, καί ἐάν πρίν ἀπό αὐτό δέν ἐξομολογούμεθα, δέν κερδίζομε τίποτα.

Ἐξομολόγησις εἶναι ἡ εἰλικρινής καί καθαρή ἐξαγόρευσις τῶν πτώσεων, τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν λογισμῶν. Εἶναι ἕνας ἐμετός πνευματικός. Κάνομε ἐμετό μέ πόνον ψυχῆς ὅσον δηλητήριον τῆς ἁμαρτίας ἔχομε πιεῖ, ὅ,τι σάπιο ἔχομε φάγει.

Ἡ σωστή ἐξομολόγησις εἶναι ἀνανέωσις τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, εἶναι ἡ συμφωνία μέ τόν Θεόν, μέσῳ τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός, διά μίαν καινούργιαν ζωήν. Ἡ εἰλικρινής ἐξομολόγησις καί ἡ ἐξαγόρευσις ὅλων τῶν λογισμῶν καί τῶν ἁμαρτημάτων, μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν ἀποστροφήν πρός τήν ἁμαρτίαν καί εἰς τόν πόθον ἁγίας ζωῆς. Μέ τήν ἐξομολόγησιν θά βιώσωμεν τήν ἀληθινήν ἐλευθερίαν καί λύτρωσιν, τήν ὁποίαν κανείς ἄλλος δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς τήν προσφέρῃ. Οὔτε ἰατρός, οὔτε ψυχαναλυτής, οὔτε φίλος, συγγενής, κλπ. Μέ τήν ἐξομολόγησιν δέν θεραπεύονται μόνον οἱ θανάσιμες πληγές πού προκαλοῦν οἱ ἁμαρτίες, ἀλλά καί ὅ,τι προκαλεῖ κατάθλιψιν, ἄγχος, ἀνασφάλειαν, ἀνησυχίαν, φοβίαν, ἀγωνίαν καί οἱεσδήποτε ἄλλες νοσηρές ψυχοσωματικές καταστάσεις. Ἀρκεῖ νά ὑπάρχῃ ἀληθινή συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητος, ἀληθινή μετάνοια καί εἰλικρινής ἐξομολόγησις.

Ὅ,τι ἁμαρτίες καί νά ἔχωμε διαπράξει εἰς τήν ζωήν μας, συγχωροῦνται διά τῆς μετανοίας καί τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες συγχωροῦνται. Μόνον ἡ ἀμετανοησία εἶναι ἀσυγχώρητος καί χαρακτηρίζεται ὡς βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος: «Πᾶσα ἁμαρτία καί βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δέ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις· ... οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι» (Ματθ. ιβ´, 31-32). Λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι ἡ βλασφημία αὐτή ταυτίζεται καί μέ τήν ἀμετανοησίαν, διότι τό  Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Αὐτό πού χορηγεῖ τήν σώζουσαν Τριαδικήν Χάριν. Ἡ Θεία Χάρις μᾶς σώζει, μᾶς λυτρώνει, μᾶς δικαιώνει καί μᾶς ἁγιάζει.  Ἀμετανοησία σημαίνει ἄρνησιν τῆς Θείας Χάριτος. Δι᾽ αὐτό - ἐκτός  ἄλλων ἀρνήσεων..., πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἀναφέρωμε - καί αὐτή ἡ ἄρνησις ἀποτελεῖ προσβολήν καί βλασφημίαν κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἀκάθαρτος νοῦς δέν ἠμπορεῖ νά εἶναι δεκτικός τῆς θείας Χάριτος. Μέ τήν κάθε ἁμαρτίαν, τήν μικρήν ἤ τήν μεγάλην, ἀπομακρυνόμεθα ἀπό τόν Χριστόν, πού εἶναι ἡ ὄντως Ζωή, καί ἔτσι ἐκπίπτομε τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ ἀμετανοησία εἶναι ἀσυγχώρητη, διότι ἡ Θεία Χάρις πού ὁδηγεῖ τόν ἁμαρτωλόν εἰς τήν μετάνοιαν, δέν ἐνεργεῖ αὐθαίρετα, ἀλλά ζητεῖ καί τήν ἀνθρωπίνην συγκατάθεσιν καί συνεργείαν.

Διά τήν ἔμπρακτον μετάνοιαν, οἱ ὀλιγωρίες καί οἱ χλιαρότητες, οἱ ἀναβολές καί οἱ ἀμφιβολίες, ὅπως καί οἱ πολλές δικαιολογίες, πιθανόν νά ἀποβοῦν δι᾽ ὅλους μας ὀλέθριες καί καταστρεπτικές μέ τραγικήν συνέπειαν τόν αἰώνιον θάνατον τῆς ψυχῆς μας, δηλαδή τήν Κόλασιν.

Τήν βρωμιάν καί τήν δυσωδίαν ἀπό τόν βοῦρκον πού ζοῦμε, καθαρίζουν ἡ μετάνοια καί ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις. Ἡ Ἐξομολόγησις εἶναι ἕνα ἀπό τά ἑπτά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Διάβολος, ἐκτός τῶν ἄλλων, θά μᾶς φέρῃ ἐντροπήν εἰς τήν σκέψιν καί μόνον ὅτι μέ τήν μετάνοιαν χρειάζεται ἐξομολόγησις. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἡ ἐντροπή δόθηκε ἀπό τόν Θεόν, διά νά μᾶς συγκρατῇ ἀπό τόν κατήφορον τῆς ἁμαρτίας. Καί ὅμως, αὐτό τό δῶρον τό ἐπῆρε ὁ Διάβολος καί τό ἔκαμε ἐμπόδιον διά τήν μετάνοιαν καί τήν Ἱεράν Ἐξομολόγησιν». Λέγει ὁ Ἱερός Πατήρ: «Ἡ ἁμαρτία ἔχει τήν ἐντροπήν καί ἡ μετάνοια τήν παρρησίαν. Ἡ ἁμαρτία ἔχει τό σάπισμα, ἔχει τήν αἱμορραγίαν καί τόν θάνατον, ἐνῷ ἡ μετάνοια προκαλῇ τήν πλήρη θεραπείαν. Τήν τάξιν αὐτήν τήν ἀντέστρεψε ὁ Σατανᾶς καί ἔδωσε τήν παρρησίαν καί τόν κομπασμόν εἰς τήν ἁμαρτίαν καί τήν ἐντροπήν εἰς τήν μετάνοιαν. Καί ὅμως, πρέπει νά ἐντρεπώμεθα, ὅταν ἁμαρτάνωμε καί ὄχι ὅταν ἐξομολογούμεθα. Εἰς τήν μετάνοιαν εὑρίσκεται ἡ θεραπεία καί κατακτᾶται ἡ σωτηρία».

Ἕνα ἄλλο βασικό θέμα πού ἐπισημαίνουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι τό θέμα τῆς ἀπογνώσεως καί τῆς ἀπελπισίας. Καί ἄν εἰς αὐτές προστεθοῦν καί ἐνοχές, τύψεις, κλπ., τότε ἡ ψυχική κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου γίνεται τραγική. Καί αὐτό, διότι σκοτίζεται ὁ νοῦς, θολώνει τό μυαλό καί μειώνονται κατά πολύ οἱ ψυχικές ἀντιστάσεις. Ὁ Διάβολος, μέσῳ τῶν λογισμῶν, μᾶς λέγει συνεχῶς: «Δέν ὑπάρχει πλέον σωτηρία. Δέν ὑπάρχει ἐλπίδα νά σωθῇς, ἄδικα ἀγωνίζεσαι. Τά ἴδια θά κάνῃς πάλι, κοροϊδεύεις τόν Θεόν. Ὁ Θεός σέ ἀποστρέφεται, κλπ.». «Ἀφοῦ συνέχεια πίπτωμε εἰς τά ἴδια καί τά ἴδια, ποῖος ὁ λόγος, μᾶς λέγει, νά συνεχίσωμε νά ἀγωνιζώμαστε;». Ὁ δαίμονας ἐπισταμένως ἐργάζεται διά νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τήν ἀπόγνωσιν.

 Καμμία ἁμαρτία δέν εἶναι μεγαλύτερη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅλες συγχωροῦνται ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἔγκαιρα καί ἔγκυρα, νά μετανοήσῃ.  Ἡ μετάνοια ἐπαναφέρει, ἐπανορθώνει, ἀνορθώνει. Μέ τίς ἐνοχές, τίς τύψεις καί τήν ἀπελπισίαν, δέν ἐπιτυγχάνεται ποτέ ἡ μετάνοια. Ὁ Θεός πάντοτε μᾶς περιμένει, δέν μᾶς ἀπαρνιέται ποτέ καί δέν πρέπει ποτέ νά ἀπελπιζώμεθα. Δέν ἐπιτρέπεται ἡ ἀπελπισία.

Ἐρωτᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ἄραγε ποιό εἶναι τό ὅριο τῶν ἁμαρτιῶν πού ἠμπορεῖ νά ἐλπίζῃ ὁ ἁμαρτωλός εἰς τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τῆς μετανοίας του;». Καί ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος ἀπαντᾶ ὡς ἑξῆς: «Ἐάν ἦταν δυνατόν νά ἀριθμήσωμε τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ καί νά μετρήσωμε τό μέγεθος τοῦ θείου ἐλέους, τότε μόνον θά ἀπελπιζώμεθα ἀπό τίς ἰδικές μας ἁμαρτίες. Τά ἁμαρτήματά μας ἠμποροῦμε νά τά μετρήσωμε. Ἐπειδή ὅμως τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρον καί τά σπλάχνα τῶν οἰκτιρμῶν Του ἀναρίθμητα, δι’ αὐτό καί δέν μᾶς ἐπιτρέπεται ἡ ἀπόγνωσις. Οὔτε οἱ ἐνοχές μᾶς ἐπιτρέπονται, οὔτε ἡ ἀπελπισία. Τότε, τί πρέπει νά κάνωμε ὅταν ἁμαρτάνωμε, καί μάλιστα θανάσιμα; Νά ἀποκτήσωμε τήν ἐπίγνωσιν τῆς Θείας εὐσπλαχνίας καί νά μισήσωμε τίς ἁμαρτίες μας μέ ὅλην μας τήν καρδίαν. Καί τότε, διά τῆς μετανοίας, ἡ ἄφεσις εἶναι βεβαία, ἀφοῦ παρέχεται δωρεάν ἀπό τό Πανάγιον Αἷμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Δέν πρέπει νά μᾶς πιάνῃ ἀπελπισία».

Ἐπίσης, εἰς μίαν πολύ παρηγορητικήν ἐπιστολήν πρός ἐκπεσοῦσαν ψυχήν, μεταξύ ἄλλων, γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ὅσον μᾶς εἶναι δυνατόν, ἀδελφή μου ψυχή, ἄς ἀνυψώσωμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό τήν πτῶσιν καί ἄς μήν ἀπελπιζώμεθα, μέ τήν προϋπόθεσιν ὅμως, ὅτι θά ἀπομακρυνθοῦμε γρήγορα ἀπό τό κακό. Ὁ Χριστός ἦλθε εἰς τόν κόσμον διά νά σώσῃ τούς ἁμαρτωλούς. ''Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν Αὐτῷ καί κλαύσωμεν ἐνώπιον Αὐτοῦ'', μᾶς λέγει ὁ Ψαλμωδός (Ψαλμ. 94, στ´). Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βοᾷ καί κράζει προσκαλῶντας ὅλους μας εἰς μετάνοιαν. Ὑπάρχει ὁδός σωτηρίας, ἐάν θέλωμε, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἀφαιρεῖ κάθε δάκρυ ἀπό τά πρόσωπα ὅλων ἐκείνων πού ἀληθινά μετανοοῦν. Ἕτοιμος εἶναι ὁ μεγάλος Ἰατρός τῶν ψυχῶν νά σοῦ θεραπεύσῃ τό πάθος. Ἐκείνου λόγια εἶναι καί ἐκεῖνο τό γλυκύτατον καί σωτήριον Στόμα εἶπεν: «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατρού ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες. Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους ἀλλ’ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Λουκ. ε´, 31-32).

Ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖνος πού θέλει νά σέ καθαρίσῃ ἀπό τόν πόνον καί τό πῦον τῆς πληγῆς καί νά σοῦ δείξῃ φῶς μέσα στό σκοτάδι. Ἐσένα ζητεῖ ὁ Ποιμήν ὁ καλός, ἐγκαταλείψας τά μή πεπλανημένα. Ἐάν παραδώσῃς τόν ἑαυτόν σου εἰς Αὐτόν, δέν θά διστάσῃ καί δέν θά ἀπαξιωθῇ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος νά σέ κρατήσῃ ἐπάνω εἰς τούς ἰδικούς Του θεϊκούς ὤμους, καταχαρούμενος πού βρῆκε τό πρόβατον τό ἀπολωλός. Ὁ Θεός Πατέρας στέκεται καί περιμένει τήν ἐπάνοδόν σου ἀπό τήν πλάνην τῆς ἁμαρτίας. Μόνον νά ἐπιστρέψῃς καί ἐνῷ θά εἶσαι ἀκόμη μακρυά, θά τρέξῃ καί θά πέσῃ εἰς τόν τράχηλόν σου καί θά ἀγκαλιάσῃ μέ Πατρικούς ἀσπασμούς τήν καθαρισμένην ἤδη ἀπό τήν μετάνοιαν ψυχήν σου. Καί θά τήν ἐνδύσῃ μέ τήν πρώτην πάλλευκην στολήν καί θά σοῦ βάλῃ δακτυλίδι εἰς τό χέρι καί ὑποδήματα εἰς τούς πόδας, πού ἐπέστρεψαν ἀπό τόν κακόν δρόμον τῆς ἁμαρτίας εἰς τόν δρόμον τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐλευθερίας. Καί θά ἐξαγγείλῃ ἡμέρα χαρᾶς καί εὐφροσύνης εἰς τούς ἰδικούς Του ἀγγέλους καί Ἁγίους εἰς τόν Οὐρανόν καί θά ἑορτάσῃ μέ κάθε λαμπρόν τρόπον τήν σωτηρίαν σου. «Ἀμήν γάρ λέγω ὑμῖν, ὅτι χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε´, 10). Καί ἄν δι’ αὐτό παραπονεθῇ κάποιος ἀπ’ αὐτούς πού νομίζουν ὅτι στέκονται καλά καί εἶναι δίκαιοι, Αὐτός ὁ Πανάγαθος Θεός θά ἀπολογηθῇ διά ἐσένα λέγοντας «ἔπρεπε καί σύ νά εἶχες χαρῆ καί εὐφρανθῆ, διότι ἡ ψυχή αὐτή ἦταν νεκρή καί ἀνεστήθη, χαμένη δέ καί εὑρέθη» (Λουκ. ιε´, 24)».

 Ἡ μετάνοια συνυφαίνεται μέ τήν Ἐξομολόγησι καί ἀπαλλάσσεται ὁ ἐξομολογούμενος ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Ἡ ἐξομολόγησις δέν γίνεται ἀπό καλή συνήθεια, διά τό καλόν, διά τό ἔθιμον, ἀπό φόβον μήν μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός, κλπ. Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι βαθειά ἀνάγκη τῆς μετανοημένης ψυχῆς, ταπεινή κατάθεσις τοῦ βάρους τῶν πλημμελημάτων της. Ἡ Ἐξομολόγησις πού γίνεται μέ συντριβήν καί δάκρυα εἶναι ἡ ἀνανέωσις τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Δι᾽ αὐτό καί καλεῖται ''λουτρό δακρύων'' ἤ ''δεύτερο Βάπτισμα''. Ἐνδεικτικά τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι: Ἡ συντριβή, τά δάκρυα, ἡ ἀποστροφή πρός τήν ἁμαρτίαν καί ὁ πόθος ἁγίας ζωῆς.
 Ἡ θεία Χάρις θά ξεσκοτίσῃ τήν καρδιά, θά δυναμώσῃ τήν θέλησιν, θά φωτίσῃ τόν νοῦν, πού εἶναι διαρκῶς ἐσκοτισμένος, θά προκαλέσῃ συντριβήν, θά φέρῃ μετάνοιαν, θά ὁδηγήσῃ τόν ἁμαρτωλόν εἰς τό ἐπιτραχήλιον τοῦ Πνευματικοῦ.

Πῶς θά μετανοήσῃ κανείς; Πῶς θά ἀρχίση; Χρειάζεται νά ξαποστάσῃ κατ᾽ ἀρχάς, νά ξελαχανιάσῃ ἀπό τό καθημερινό τρεχαλητό, τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς, νά στραφῇ πρός τά μέσα του, νά κινηθῇ ἀπό τήν συνεχῆ ἑτεροπαρατήρησι εἰς τήν αὐτοπαρατήρησι, ἀπό τόν σχολιασμόν- κουτσομπολιό τῶν πάντων εἰς τήν συνομιλίαν μέ τόν ἄγνωστον ἑαυτόν του. Νά σκύψῃ λίγο μέσα του, νά σκάψῃ ἐντός του, νά δῇ τίς δυνάμεις, τίς δυνατότητες, τά ὅρια, τίς ἀντοχές, τά δοθέντα τάλαντα. Χρειάζεται περισυλλογή, αὐστηρός αὐτοέλεγχος, ἐπιείκεια καί κατανόησις τῶν ἄλλων.

Μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος, διότι ἐλπίζει ὅτι θά λάβῃ ἀπό τόν Θεόν τήν συγχώρησιν. Καί ἔτσι εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα. Παραδεχόμενος ὁ ἄνθρωπος εἰλικρινά τήν ἁμαρτωλότητά του, ἀναγνωρίζει καί ὁμολογεῖ τήν ἀδυναμίαν του. Ἡ γνῶσις τῆς ἀδυναμίας εἶναι δύναμις. Ἡ παραδοχή τῆς ἥττας εἶναι νίκη. Ἡ δίχως δικαιολογίες συναίσθησις τῆς παραβατικότητος, ἀνυπακοῆς καί καταχρήσεως τῆς ἐλευθερίας, ὁδηγεῖ εἰς τήν μετάνοιαν. Ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: «Ὅποιος  συνέχεια δικαιολογεῖται, ἔχει Γέροντά του τόν Δαίμονα».

Εἶναι σημαντικό ἡ ἐξεύρεσις ἑνός διακριτικοῦ Πνευματικοῦ Πατρός πρός ὀρθήν καθοδήγησιν, μακρυά ἀπό ὑπερβολές, ἀκρότητες, συναισθηματισμούς καί νοσηρότητες. Ἡ ἀγωγή πού δίδει ὁ πνευματικός συνδράμει εἰς τό ξεκαθάρισμα πολλῶν πραγμάτων, εἰς τήν εἴσοδον εἰς τήν οὐσίαν τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἰς τήν γνῶσιν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι ἕνας ὡραῖος καί ἱερός θρησκευτικός ὀργανισμός, ἕνα σωματεῖο κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἕνας χῶρος ὅπου περνᾶμε εὐχάριστα, ἀποδεχόμενοι, συζητῶντας καί χαμογελῶντας συνέχεια, ὅπου ἱκανοποιοῦνται συναισθήματα, καταξιωνόμαστε, κλπ.

Ὁ πνευματικός συνδέει τόν ἐξομολογούμενο μέ τόν Χριστόν καί ὄχι μέ τόν ἑαυτόν του. Προσεύχεται δι᾽ αὐτόν, ἀκόμη καί ὅταν παρακούῃ, ἴσως τότε πιό πολύ. Ἡ ὑπακοή δέν ἐπιβάλλεται, δέν ἔχει σχέσι μέ στρατιωτική πειθαρχία. Ἡ ὑπακοή βοηθᾶ εἰς τήν ταπείνωσιν, εἰς τήν ἐκκοπήν τοῦ νοσηροῦ ἰδίου θελήματος. Ὁ προσευχόμενος καί μέ διάκρισιν Πνευματικός Πατήρ εἶναι ἀπαραίτητο νά ἠμπορῇ νά διακρίνῃ τό θεϊκό ἀπό τό δαιμονικό, τό ἀγγελικό ἀπό τό ἀνθρώπινο, τό πνευματικό ἀπό τό ὑλικό, τό ψυχικό ἀπό τό σωματικό, τό ψυχολογικό ἀπό τό νευρολογικό, τό ψυχιατρικό ἀπό τό νευρικό, τό ἀγχωτικό ἀπό τό ἀνυπόμονο, καί πολλά ἄλλα παρόμοια. Ἡ τυχόν ἀδιακρισία τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός θά δημιουργήσῃ σύγχυσιν καί σοβαρήν πνευματικήν ζημίαν, πού ἠμπορεῖ πολύ νά ταλαιπωρήσῃ καί τόν ἐξομολόγο καί τόν ἐξομολογούμενο. Ἡ σύγχυσις τῆς ἀκριβοῦς διαγνώσεως, π.χ. ἕνα πρόβλημα ψυχολογικό νά θεωρηθῇ ὡς δαιμονισμός, θά δημιουργήσῃ μεγαλύτερες περιπλοκές, καθυστερήσεις καί ταλαιπωρίες. Ὁ εἰλικρινά μετανοημένος ἄνθρωπος δέν ἔχει ψυχολογικά προβλήματα μειονεξιῶν, διχασμῶν, ἀνικανοποιήτων καί ἀνολοκληρώτων καταστάσεων, συναισθηματικῶν ἀσταθειῶν, φοβιῶν, καχυποψιῶν καί λοιπῶν κουραστικῶν παρομοίων πραγμάτων.

Εἶναι σημαντική ὁπωσδήποτε ἡ πνευματική καθοδήγησις, βοήθεια καί συνδρομή ἐμπείρου καί διακριτικοῦ Πνευματικοῦ Πατρός εἰς τήν ἀνόρθωσιν τοῦ πνευματικοῦ τέκνου. Ἡ μεγάλη μάχη ὅμως, δίδεται ἐντός τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος θά πρέπῃ νά ἀπομακρυνθῇ ἀπό τήν δουλείαν τῶν παθῶν, νά ἐνισχυθῇ ἀπό τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀγωνισθῇ ὑπομονετικά καί ἐπίμονα διά τήν ἀπαλλαγήν ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἐνθυμήσεις, μνῆμες καί προσβολές, ἀγαπῶντας ὅλο καί πιό πολύ τόν Χριστόν. Ὅλα αὐτά φυσικά γίνονται ἐλεύθερα καί αὐτοπροαίρετα καί δέν ὑπάρχει κανένα νόημα εἰς κανενός εἴδους ἐξαναγκασμόν. Ποτέ δέν ἐπιτρέπεται νά ἐκβιάσωμε κάποιον νά ἐξομολογηθῇ. Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι ἱερόν Μυστήριον καί πρᾶξις ἐλευθερίας. Προηγοῦνται τῆς μετανοίας ἡ ἐπίγνωσις τῆς ἁμαρτίας καί ἡ συνειδητοποίησις τῆς ἁμαρτωλότητος. Ἀκολουθεῖ ἡ λύπη διά τήν ἁμαρτίαν. Ἕπεται ἡ ἐξομολόγησις μέ καρδίαν συντετριμμένην καί πνεῦμα ταπεινωμένον καί ἀπόφασιν διά μόνιμον ἀποχήν ἀπό τό κακόν. Ἐλεύθερα καί αὐτόβουλα ἐπιλέγει ὁ ἁμαρτωλός τήν μετάνοιαν καί πλουτίζει ἀπό τά ἀγαθά τῆς εἰρήνης. Μέ τήν μετάνοιαν καί τήν ἐξομολόγησιν «δίδεται» ἡ συγχώρησις ὅλων τῶν ἁμαρτημάτων. Διά τῆς ἀφέσεως αὐτῆς, ἐπανέρχεται ὁ μετανοήσας ἁμαρτωλός εἰς τήν κατάστασιν τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες, μικρές ἤ μεγάλες, θανάσιμες καί μή, ἐξαλείφονται.

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Δέν περιμένει ὁ Θεός νά περάσῃ χρόνος ἀπό τήν μετάνοιαν. Ὡμολόγησες τήν ἁμαρτίαν σου μέ εἰλικρίνειαν; Δικαιώθηκες καί συγχωρέθηκες. Μετενόησες ἀληθινά; Ἐλεήθηκες. Δέν χρειάζεται πολύς χρόνος. Αὐτή εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ ἄπειρη μακροθυμία καί φιλανθρωπία».

Ἄν ἡ ψυχή τοῦ μετανοοῦντος γεμίσῃ παράκλησιν-παρηγορίαν ἀπό τό Πανάγιον Πνεῦμα καί φωτισμόν, τότε οὐδεμία τοῦ δαίμονος προσβολή ἤ τῆς κακίας τοῦ κόσμου ἐπίθεσις ἠμπορεῖ νά διαταράξῃ τήν ψυχικήν ὑγείαν πού ἀπέκτησε μέ τό λουτρόν τῶν δακρύων τῆς ἐξομολογήσεως καί τῆς μετανοίας. Ὁ μετανοῶν εἶναι ἐπί πλέον μέλος τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνός τῆς Θείας Χάριτος.

Λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι ὅταν ὁ Θεός σοῦ ἔχῃ συγχωρήσει καί τίς πιό βαρειές σου θανάσιμες ἁμαρτίες, ἐσύ χάριν τῆς ψυχικῆς σου ἀσφαλείας, νά τίς ἔχῃς πάντοτε ἐμπρός εἰς τούς ὀφθαλμούς σου. Γιατί ὅποιος θυμᾶται τά σφάλματα τοῦ παρελθόντος, ἀποτρέπεται ἀπό μελλοντικές παρεκτροπές, καί ὅποιος πονάει ἀληθινά διά τά πρῶτα του λάθη, προφυλάσσει ὁπωσδήποτε τόν ἑαυτόν του ἀπό τήν ἐπανάληψίν των. Δι’ αὐτό καί ὁ Δαυΐδ λέγει καί ὁμολογεῖ: « ...ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διά παντός» (Ψαλμ. ν´, 5).

Ἡ μετάνοια εἶναι ἔργον τῆς Θείας Χάριτος. Ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ φωτίσῃ τάς ψυχάς μας, τότε βλέπομε τήν ἐσωτερικήν  ἐρήμωσιν, τά πάθη, τάς ἁμαρτίας μας. Ἡ Θεία Χάρις ξυπνᾶ τήν κοιμισμένην, τήν πωρωμένην συνείδησίν μας καί ἐνεργοποιεῖται ἡ προαίρεσίς μας διά ἕναν ἀγῶνα εἰλικρινοῦς μετανοίας. Ἡ ἀληθινή μετάνοια εἶναι ὁ ἀσφαλής δρόμος, πού μᾶς ἐνδυναμώνει, μᾶς φωτίζει, μᾶς χαριτώνει καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Δι’ αὐτό καί οἱ Ἅγιοί μας τόσον ἔντονα ἐζητοῦσαν ἀπό τόν Θεόν: «Δώρησαί μοι μετάνοιαν ὁλόκληρον».

Μετάνοια ἀληθινή σημαίνει, ὄχι ἁπλᾶ ἀπομάκρυνσιν τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά μῖσος τῆς ἁμαρτίας καί ἀγάπη τῶν ἐνθέων ἀρετῶν. Ἡ μετάνοια, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, δέν ἐξαντλεῖται εἰς τό μῖσος τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί εἰς τήν ἀγάπην τῆς ἀρετῆς. Μόνος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος νά τό καταφέρῃ. Ἔτσι, συνδράμει οὐσιαστικά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος. Ὅσον ἀγαπᾶμε τόν Χριστόν, τόσον βοηθούμεθα νά μισοῦμε τήν ἁμαρτίαν. Ἡ σύνδεσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστόν δημιουργεῖ προσωπικήν ἀναγέννησιν, στολισμόν τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ὑψοποιόν ταπείνωσιν καί ἀπαλλαγήν ἀπό τήν ρίζαν τοῦ κακοῦ καί τήν ἑωσφορικήν ὑπερηφάνειαν.

Ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος πιστεύει, ἀγαπᾶ καί ἐλπίζει. Ἡ μετάνοια εἶναι βασική καί μεγάλη ἀρετή, ἐπάνω εἰς τήν ὁποίαν οἰκοδομεῖται ἡ πνευματική ζωή τοῦ πιστοῦ. Μόνον ὁ μετανοημένος ἠμπορεῖ νά ἐπικοινωνῇ μέ τόν Θεόν. Πρόκειται γιά μεγάλο δῶρον τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπον. Εἶναι μία τρανή ἀκόμη ἀπόδειξις τῆς ἄφατης καί φιλόστοργης φιλανθρωπίας τοῦ Παναγάθου Θεοῦ Πατέρα καί Πλάστη. Δέν ἀπομένει ἄλλο ἀπό τό νά ἀποδεχθῇ αὐτοβούλως ὁ ἄνθρωπος τήν πρόκλησιν καί πρόσκλησιν πρός ἀπόλαυσιν τῶν πολλῶν ἀγαθῶν τῆς μετανοίας. Ἡ ἀντίδρασις, ἡ ἀντίθεσις καί ἡ ἀπόδρασις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό εὐγενές αὐτό προσκλητήριον τόν καταταλαιπωρεῖ καί τόν καταστρέφει.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ἡ κοινωνία τῶν Ἁγίων, ἡ μόνη ὁδός τῆς κατά Χάριν θεώσεως τῶν μετανοούντων. Ἡ πορεία τῆς ἀνορθώσεως διά τῆς μετανοίας, τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν δουλείαν τῶν παθῶν καί τῆς ἀσκήσεως διά τήν ἐργασίαν τῶν θείων ἐντολῶν, εἶναι πορεία τῶν ἁγίων καί θεουμένων ὑπάρξεων. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τονίζει τά ἑξῆς: «Ἐάν κάθε ἄνθρωπος δέν ἠμπορῇ νά φθάσῃ τούς Ἁγίους καί τά μεγάλα καί θαυμαστά ἐπιτεύγματα πού χαρακτηρίζουν τήν ζωήν των καί εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀμίμητα, ἠμπορεῖ ὅμως καί πρέπει νά τούς ὁμοιάσῃ καί νά τούς ἀκολουθήσῃ εἰς τήν πορείαν τῆς ζωῆς των πρός τήν μετάνοιαν». Καθημερινά «πολλά πταίομεν ἄκοντες» καί μοναδική ἐλπίδα σωτηρίας δι᾽ ὅλους μας παραμένει ἡ ἀνάνηψις καί ἡ βίωσις τῆς «διηνεκοῦς μετανοίας», κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν(7).

Ἐπίσης, δέν πρέπει ποτέ νά κρίνωμε, οὔτε νά περιφρονοῦμε κανέναν. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἄν βλέπῃς τόν ἀδελφόν σου εἰς τόν δρόμον τῆς ἁμαρτίας, ρίψε εἰς τούς ὤμους του τόν μανδύαν τῆς ἀγάπης σου».

Εἰς τά σπλάχνα οἰκτιρμῶν πού ζητοῦμε ἀπό τόν Θεόν διά τά ἰδικά μας ἁμαρτήματα, ὀφείλομε νά καταθέσωμε καί τήν ἰδικήν μας εὐσπλαχνίαν πρός τούς συνανθρώπους μας. Καί ἄς μήν λησμονοῦμε, ὅτι εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί καί φέρομε μέσα μας τήν ἀνθρωπίνην πεπτωκυῖαν φύσιν μας, τήν πεσμένην φύσιν μας. Εἰς τό σφάλμα πού ἔπεσε σήμερα κάποιος, αὔριο μπορεῖ νά πέσωμε ἐμεῖς. Νά ἀγαπᾶμε τόν ἁμαρτωλόν καί νά μισοῦμε μόνον τήν ἁμαρτίαν, ὅπως λέγει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ συγχωρητικότης εἶναι χαρακτηριστικόν τῶν ἀληθινά μετανοημένων ἀνθρώπων.

Τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπῃ πάντα νά εἶναι ''περί μετανοίας''. Αὐτό ἦταν  τό κήρυγμα ὅλων τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἕως καί τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Αὐτό ἦταν καί τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λέγει χαρακτηριστικά πώς ἡ ἀληθινή μετάνοια εἶναι ἀρχή, μέση καί τέλος τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς. Ὅλοι, μά ὅλοι, ἔχομε ἀνάγκην μετανοίας, διότι ''οὐδείς ἀναμάρτητος''. 

Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Ἡ μετάνοια δέν τελειώνει ποτέ. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ὑψηλότερη ἀπό ὅλες τίς ἀρετές καί τό ἔργον της δέν ἠμπορεῖ νά τελειώσῃ, παρά μόνον τήν ὥραν τοῦ θανάτου. Δι᾽ αὐτό ἡ μετάνοια χρειάζεται πάντοτε εἰς ὅλους καί δέν ὑπάρχει κανένας ὅρος τελειώσεως τῆς μετανοίας. Διότι καί αὐτῶν τῶν τελείων ἀνθρώπων ἡ τελειότης εἶναι ἀτελής. Δι᾽ αὐτό καί ἡ μετάνοια δέν περιορίζεται σέ ὡρισμένους καιρούς, οὔτε σέ ὡρισμένες πράξεις, ἀλλά συνεχίζεται ἕως τήν ὥρα τοῦ θανάτου».

Ἡ μετάνοια εἶναι κατάστασις ἐμπόλεμος, ἕνας πόλεμος διαρκής καί ἀκατάπαυστος κατά τῶν τριῶν ἐχθρῶν μας, τοῦ ἑαυτοῦ μας, τοῦ Διαβόλου καί τοῦ κόσμου. Ὁ μεγαλύτερος ὅμως ἐχθρός εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός.  Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά παλεύῃ μέ τόν ἴδιον τόν ἑαυτόν του, δηλαδή μέ τά πάθη του. Ὅποιος ἐνίκησε τόν ἑαυτόν του, δέν ἔχει νά φοβᾶται κανέναν ἀντίπαλον. Εἶπε Γέρων: «Εἰς ὅλην μου τήν ζωήν ἐπάλαιψα μέ τόν ἑαυτόν μου, διά νά σώσω τόν ἑαυτόν μου ἀπό τόν ἑαυτόν μου».

Ἡ μετάνοια εἶναι διαρκής. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέγει: «Καί ἄν χίλια χρόνια ζήσωμε στήν γῆ, ποτέ δέν θά μπορέσωμε τέλεια νά κατανοήσωμε τήν μετάνοια, ἀλλά ὀφείλομε καθημερινά νά βάζωμε ἀρχήν εἰς αὐτήν καί νά ἀγωνιζώμεθα».

Ἂς μετανοοῦμε λοιπόν συνεχῶς.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Τόμος Β´, Κεφάλαια Διάφορα Θεολογικά τε καί Οἰκονομικά, Ἑκαντοντάς Α´, μβ´.

2. Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σσ. 287, 289.

3. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 287.

4. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 297

5. Χρυσοστόμου, μνημ. ἔργ., σσ. 309, 311

6. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 241.

7. Ὁμιλία 28, PG. 151.361C.

ΧΡΙΣΤΟΫΦΑΝΤΟΣ

ΠΗΓΗ: http://hristoifantos.blogspot.gr/
Πηγή: impantokratoros.gr

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Ας μην πετροβολούμε… χριστιανικά! (Γέροντας Παϊσιος)

Είπα σε κάποιον μιά φορά: Ξέρεις πώς υπάρχουν και μαχητές τού πειρασμού;».

Ό Χριστιανός δέν πρέπει νά είναι φανατικός, άλλα νά έχη αγάπη γιά όλους τους ανθρώπους.Όποιος πετάει λόγια αδιάκριτα, και σωστά νά είναι, κάνει κακό.

Γνώρισα έναν συγγραφέα πού είχε ευλάβεια πολλή, άλλα μιλούσε στους κοσμικούς μέ μιά γλώσσα ωμή, πού προχωρούσε όμως σε βάθος, και τους τράνταζε.

Μιά φορά μου λέει: «Σε μιά συγκέντρωση είπα αυτό και αυτό σέ μιά κυρία». Άλλα μέ τον τρόπο πού της τό είπε, την είχε σακατέψει. Την πρόσβαλε μπροστά σέ όλους. «Κοίταξε, τού λέω, εσύ πετάς στους άλλους χρυσά στεφάνια μέ διαμαντόπετρες, έτσι όμως πού τά πετάς, σακατεύεις κεφάλια. Όχι μόνον ευαίσθητα άλλα καί γερά». Ας μην πετροβολάμε τους ανθρώπους… χριστιανικά.

Όποιος ελέγχει μπροστά σέ άλλους κάποιον πού αμάρτησε ή μιλάει μέ εμπάθεια γιά κάποιο πρόσωπο, αυτός δέν κινείται άπό τό Πνεύμα τού Θεού κινείται άπό άλλο πνεύμα. Ό τρόπος της Εκκλησίας είναι ή αγάπη- διαφέρει άπό τόν τρόπο των νομικών.

Ή Εκκλησία βλέπει τά πάντα μέ μακροθυμία και κοιτάζει νά βοηθήση τόν καθέναν, ο,τι καί άν έχη κάνει, όσο αμαρτωλός καί άν είναι. Βλέπω σέ μερικούς ευλαβείς ένα είδος παράξενης λογικής.

Καλή είναι ή ευλάβεια πού έχουν, καλή καί ή διάθεση γιά τό καλό, άλλα χρειάζεται καί ή πνευματική διάκριση καί ευρύτητα, γιά νά μή συνοδεύη την ευλάβεια ή στενοκεφαλιά, ή γεροκεφαλιά (τό γερό δηλαδή αρβανίτικο κεφάλι). Όλη ή βάση είναι νά έχη κανείς πνευματική κατάσταση, γιά νά έχη τήν πνευματική διάκριση, γιατί αλλιώς μένει στο «γράμμα τον νόμου», καί τό «γράμμα του νόμου άποκτείνει».

Αυτός πού έχει ταπείνωση, δεν κάνει ποτέ τόν δάσκαλο ακούει καί, όταν τού ζητηθη ή γνώμη του, μιλάει ταπεινά. Ποτέ δέν λέει «εγώ», άλλα «ό λογισμός μού λέει» ή «οί Πατέρες είπαν». Μιλάει δηλαδή σάν μαθητής. Όποιος νομίζει ότι είναι ικανός νά διορθώνη τους άλλους έχει πολύ εγωισμό.

- Όταν, Γέροντα, ξεκινάη κανείς άπό καλή διάθεση νά κάνη κάτι καί φθάνη στά άκρα, λείπει ή διάκριση;

- Είναι ό εγωισμός μέσα στην ενέργεια του αυτή καί δέν το καταλαβαίνει, γιατί δέν γνωρίζει τόν εαυτό του, γι’ αυτό πιάνει τα άκρα. Πολλές φορές από ευλάβεια ξεκινούν μερικοί, αλλά που φθάνουν!

(Απόσπασμα από τις σελ. 78-82 του βιβλίου: ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΛΟΓΟΙ Β, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ, ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ», ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ)


http://antexoume.wordpress.com/2014/01/11

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Ὁ ὑπερήφανος πάντοτε ζεῖ μέ λύπες, πάντοτε ἀγανακτεῖ, πάντοτε ἀδημονεῖ

f8bcfad7a89b8d8d85895c66ee761bdc

Ἀρχή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ πρώτη προσβολή καί παρακίνηση πρός τό κακό, καί ὁπωσδήποτε εἶναι ἡ ρίζα καί τό ὑπόβαθρο τοῦ κακοῦ.

 Γιατί ἡ ἀρχή δηλώνει ἤ τήν πρώτη κίνηση πρός τό κακό ἤ τή σύσταση. Ὅπως θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς, ἀρχή τῆς σωφροσύνης εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό ἄτοπη θέα, δηλαδή ἡ πρώτη ὁρμή, ἄν ὅμως ποῦμε ὅτι ἀρχή τῆς σωφροσύνης εἶναι ἡ νηστεία, δηλαδή τό θεμέλιο καί ἡ συγκρότηση, ἔτσι καί ἡ ἀρχή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀλαζονεία, γιατί ἀπό αὐτήν ἀρχίζει κάθε ἁμαρτία κι ἀπ’ αὐτήν συγκροτεῖται.
Τό ὅτι λοιπόν ὅσες καλές πράξεις κι ἄν κάνουμε, δέν τίς ἀφήνει ἡ κακία νά παραμείνουν καί νά μή διασαλευθοῦν, γίνεται φανερό ἀπό τό ἐξῆς· πρόσεχε πόσες καλές πράξεις ἔκαμε ὁ Φαρισαῖος, ἀλλά τίποτε δέν τόν ὠφέλησε, γιατί δέν ἔκοψε τή ρίζα τῆς ἀλαζονείας κι αὐτή κατέστρεψε τά πάντα.
 Ἀπό τήν ἀλαζονεία γεννιέται ἡ ὑπεροψία τῶν φτωχῶν, ἡ ἐπιθυμία γιά τά χρήματα, ἡ ἀγάπη γιά ἐξουσία, ὁ πόθος γιά δόξα. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος νά ἀποκρούσει κάθε ἐνόχληση. Γιατί ὁ ἀλαζόνας δέν ἀνέχεται νά τόν προσβάλλουν οὔτε οἱ ἰσχυρότεροι οὔτε οἱ ἀσθενέστεροι. Κι αὐτός πού δέν ἀνέχεται νά τόν προσβάλλουν οὔτε τά δεινοπαθήματα ἀνέχεται.
Πρόσεξε πῶς ἀρχή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀλαζονεία. Πῶς ἀρχή τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι τό νά μή γνωρίζεις τόν Κύριο; Καί πολύ σωστά γιατί αὐτός πού γνωρίζει τό Θεό, ἔτσι ὅπως πρέπει νά τόν γνωρίζει αὐτός πού γνωρίζει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔφθασε σέ τέτοιο σημεῖο ταπεινοφροσύνης, δέν ὑπερηφανεύεται. Αὐτός πού δέν γνωρίζει αὐτά, ὑπερηφανεύεται. Καί ἡ ὑπερηφάνεια σέ ὁδηγεῖ στήν ἀλαζονεία.
Πές μου ὅλοι αὐτοί πού πολεμοῦν τήν Ἐκκλησία ἀπό ποῦ ἰσχυρίζονται ὅτι γνωρίζουν τό Θεό; Ὄχι ἀπό ἀλαζονεία; Νά σέ ποιό γκρεμό τούς ἔσπρωξε τό ὅτι δέν γνωρίζουν τόν Κύριο.
 Ἄν λοιπόν ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τό συντετριμμένο πνεῦμα, ἀντίθετα ἐναντιώνεται στούς ὑπερηφάνους καί δίνει χάρη στούς ταπεινούς.
 Κανένα κακό λοιπόν δέν εἶναι ἴσο μέ τήν ὑπερηφάνεια. Κάμνει τόν ἄνθρωπο δαίμονα, ἀλαζόνα, βλάσφημο, ἐπίορκο, καί νά ἐπιθυμεῖ φόνους καί θανάτους. Ὁ ὑπερήφανος πάντοτε ζεῖ μέ λύπες, πάντοτε ἀγανακτεῖ, πάντοτε ἀδημονεῖ. Δέν ὑπάρχει τίποτε πού νά μπορέσει νά ἱκανοποιήσει τό πάθος του.
 Κι ἄν ἀκόμα ἔβλεπε τό βασιλιά νά σκύβει καί νά τόν προσκυνᾶ, δέν θά χόρταινε, ἀλλά περισσότερο θά ἄναβε. Ὅπως οἱ φιλάργυροι, ἔτσι κι οἱ ἀλαζόνες ὅση τιμή κι ἄν ἀπολαύσουν ἐπιθυμοῦν ἀκόμη περισσότερη. Μεγαλώνει σέ αὐτούς τό πάθος (πραγματικά εἶναι πάθος), καί τό πάθος δέ γνωρίζει ὅρια, ἀλλά τότε μόνο σταματᾶ, ὅταν σκοτώσει αὐτόν πού τό ἔχει.
 Δέ βλέπεις τούς μεθυσμένους πού πάντα διψοῦν γιά ποτό; Γιατί εἶναι πάθος. Δέν εἶναι φυσική ἐπιθυμία, ἀλλά μιά ἀρρώστια διεστραμμένη. Δέ βλέπεις ἐκείνους πού τούς ὀνομάζουν “βουλιμιῶντες”, γιατί πάντα πεινοῦν; Εἶναι πάθος, ὅπως λένε οἱ γιατροί, γιατί ξέφυγε ἀπό τά φυσικά ὅρια. Ἔτσι κι οἱ πολυπράγμονες καί περίεργοι, ὅσα κι ἄν πληροφορηθοῦν δέν σταματοῦν, γιατί εἶναι πάθος καί ὅρια δέν ἔχει.
…Πῶς εἶναι δυνατόν νά σβήσουν τήν ἀλαζονεία; Ἄν γνωρίσεις τό Θεό. Γιατί, ἄν τό πάθος ἐμφανίζεται ἐξ αἰτίας τῆς ἄγνοιας πού ἔχουμε γιά τό Θεό, ἄν γνωρίσουμε αὐτόν, κάθε ἀλαζονεία ἀπομακρύνεται.
 Σκέψου καλά τή γέεννα, σκέψου τούς πολύ καλύτερους ἀπό σένα, σκέψου πόσα ὀφείλεις στό Θεό νά πληρώσεις. Ἄν αὐτά τά καταλάβεις, γρήγορα ταπείνωσες τό φρόνημα, γρήγορα τό ἔκαμψες. Ἀλλά δέν μπορεῖς νά τά κάμεις αὐτά; Εἶσαι πιό ἀδύναμος; Σκέψου τόν παρόντα βίο, τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη φύση, πώς ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι τίποτα.
 Ὅταν δεῖς κάποιον νά μεταφέρεται νεκρός στήν ἀγορά καί νά ἀκολουθοῦν παιδιά ὀρφανά, χήρα γυναίκα νά ὀδύρεται, τούς φίλους καταλυπημένους, σκέψου τή μηδαμινότητα τῶν παρόντων πραγμάτων καί ὅτι δέν διαφέρουν σέ τίποτε ἀπό τή σκιά καί τά ὄνειρα.
… ἀναλογίσου τή φύση μας, ἀπό ποῦ πλάσθηκε καί ποῦ τελειώνει. Σκέψου ὅταν κοιμᾶσαι τί ἀξία ἔχεις, δέν μπορεῖ καί τό μικρό θηρίο νά σέ σκοτώσει; Πολλούς συχνά κι ἕνα μικρό ζωΰφιο πού ἔπεσε ἀπό τό ταβάνι τούς ἔβγαλε τό μάτι ἤ ἔγινε αἰτία κάποιου ἄλλου κινδύνου. Τί δηλαδή; Δέν εἶσαι ἀπό ὅλα τά θηρία ὁ πιό ἀδύναμος; Ἀλλά τί λές; Ὅτι ὑπερέχεις ὡς πρός τό λογικό; Μά νά, δέν ἔχεις λογικό, γι᾿ αὐτό ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἀπόδειξη τοῦ παραλογισμοῦ σου.
 Γιατί πές μου, γιά ποιό πρᾶγμα καμαρώνεις; Γιά τή σωματική σου εὐεξία; Ἀλλά ἡ νίκη ἀνήκει στά ἄλογα ζῶα. Αὐτό τό ἔχουν καί οἱ ληστές καί οἱ φονιάδες καί οἱ τυμβωρύχοι. Μήπως γιά σύνεση; Ἀλλά δέν εἶναι γνώρισμα τῆς σύνεσης ἡ μεγαλοφρόνηση. Μέ αὐτό λοιπόν πρῶτα στερεῖς τόν ἑαυτό σου ἀπό τό νά γίνεις συνετός.
Ἄς καταστείλουμε τά φρονήματά μας, ἄς γίνουμε μετριόφρονες, ταπεινοί καί ἐπιεικεῖς. Γιατί αὐτούς πρό πάντων τούς μακάρισε ὁ Χριστός, λέγοντας “μακάριοι οἱ ταπεινόφρονες στό πνεῦμα” καί πάλι φώναζε λέγοντας “μάθετε ἀπό μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός στήν καρδιά”. Γι᾿ αὐτό ἔπλυνε τά πόδια τῶν μαθητῶν, δίδοντας σέ μᾶς παράδειγμα ταπεινοφροσύνης.”
“Γιατί τέτοια εἶναι ἡ φύση τῆς ὑπερηφάνειας, σπάει τό δεσμό τῆς ἀγάπης, ἀποκόπτει τόν πλησίον καί κάνει τόν ὑπερήφανο νά ζεῖ ἀπομονωμένος. Καί ὅπως ἕνας τοῖχος ὅταν φουσκώσει γκρεμίζει τήν οἰκοδομή, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ ψυχή ὅταν φουσκώσει ἀπό ὑπερηφάνεια δέν ἀνέχεται τή συναναστροφή μέ ἄλλον, πρᾶγμα πού ἔπαθε καί ἡ Κόρινθος τότε.
Καί μεταξύ τους συγκρούστηκαν καί κομμάτιασαν τήν ἐκκλησία καί ὅρισαν στόν ἑαυτό τους πάρα πολλούς ἄλλους δασκάλους καί ἀφοῦ χωρίσθηκαν σέ φατρίες καί ὁμάδες κατέστρεψαν τό κύρος τῆς ἐκκλησίας. (Α΄ Κορ. α΄ 10-13). Γιατί τό κύρος τῆς ἐκκλησίας τό διατηροῦν οἱ πιστοί ὅταν εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους σάν ἕνα σῶμα”.
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Πηγή: http://poimin.gr/